Εναλλακτικές συνταγματικές προσεγγίσεις για την Ελλάδα της κρίσης

του Δημήτρη Καλτσώνη

Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, σε κάθε οικονομική και πολιτική κρίση τίθεται το ερώτημα: «χρειαζόμαστε λιγότερη ή περισσότερη δημοκρατία για να εξέλθουμε από την κρίση;». Ιστορικά, έχουν δοθεί απαντήσεις και στις δυο κατευθύνσεις[1].

Τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, ειδικά η μελέτη της κρίσης του 1929 έδειξε ότι ο περιορισμός της δημοκρατίας μέχρι και η εξάλειψή της υπήρξε μια προσφιλής διέξοδος για τις κυρίαρχες τάξεις. Η βίαιη αναδιανομή του πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων δεν μπορούσε να υλοποιηθεί απρόσκοπτα παρά μόνο αν α. υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της εξουσίας στην εκτελεστική και σε εξωθεσμικά κέντρα, β. εκτεταμένα φαινόμενα παραβιάσεων του Συντάγματος γ. επέκταση των περιπτώσεων ανενέργειας του νόμου, ειδικά όσων κατοχυρώνουν δικαιώματα δ. νομοθετικός περιορισμός των ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Όταν αυτό δεν αρκούσε για τη σταθερότητα του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, οι κυρίαρχες τάξεις ευνοούσαν ή κατέφευγαν στην κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατίας τουλάχιστον για όσο διάστημα ήταν αναγκαία η -κατά Τζακ Λόντον- «σιδερένια φτέρνα».

Στις μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες και, ακόμη περισσότερο, στις λιγότερο αναπτυγμένες, η κρίση και ο δραστικός περιορισμός της δημοκρατίας συνοδεύεται από δύο ακόμη φαινόμενα που πλήττουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας: α. την περαιτέρω συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας, με τρόπο είτε συνταγματικό είτε κατά παραβίαση του Συντάγματος, β. την επιβολή αλλοδαπών δικαικών προτύπων.


Η ανάγκη σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης

Η υπέρβαση της κρίσης δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνει ερήμην του λαού ή, ακόμη χειρότερα, σε αντίθεση με τις προσδοκίες του. Η λήψη κρίσιμων αποφάσεων που επηρεάζουν δραματικά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων επιτάσσει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Επιβάλλει πραγματική δημοκρατική συζήτηση και, μάλιστα, με όρους, όσο το δυνατό καλύτερους. Είναι καλό η συζήτηση να διεξάγεται στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων, με ουσιαστική πληροφόρηση και κριτήριο τις ανάγκες της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού.

H οικονομική κρίση και η υπέρβασή της σε όφελος, και όχι σε βάρος των συμφερόντων, του βιοτικού επιπέδου και των κατακτήσεων της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας θέτει το θεμελιώδες ερώτημα του δρόμου της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Ο λαός πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο των αποφάσεων έτσι ώστε ο ίδιος να αποφασίσει για τα μέτρα εκείνα που χρειάζεται να ληφθούν, για την κατεύθυνση της ανάπτυξης που θα επιλέξει. Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη και εμβάθυνση της δημοκρατίας και των ελευθεριών και όχι το αντίθετο. Σημαίνει αντίστοιχες αλλαγές στο δίκαιο και πρώτιστα στο θεμελιώδη νόμο της χώρας, στο Σύνταγμα.

Μια βαθιά τομή θα μπορούσε να γίνει με την υιοθέτηση ενός νέου Συντάγματος και όχι απλά με την αναθεώρηση του υπάρχοντος. Η υιοθέτηση ενός νέου Συντάγματος προϋποθέτει βέβαια μεταβολή στην κοινωνική συνείδηση, ριζική αλλαγή του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτό μπορεί να είναι έργο μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής διαδικασίας που θα χαρακτηρίζεται από την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και αφύπνιση και θα μορφοποιείται στη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης. Ιστορικά έχει φανεί ότι επαναστατικές αλλαγές ή έστω ριζικές πολιτικές μεταβολές αποτυπώθηκαν στη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Αλλά και αντίστροφα, το αίτημα για Συντακτική Συνέλευση και νέο Σύνταγμα ευνόησε την ανάπτυξη ριζοσπαστικών πολιτικών διεργασιών.

Έχει βέβαια ιδιαίτερη σημασία η διαδικασία σύγκλησής της να είναι πραγματικά προϊόν της λαϊκής πρωτοβουλίας και αυτενέργειας, να έχει βαθιά και ουσιαστικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά, να μην είναι πρωτοβουλία της κυρίαρχης τάξης. Απαιτείται επίσης η διαδικασία συζήτησης και εκλογής των αντιπροσώπων μιας Συντακτικής Συνέλευσης να διεξαχθεί με όσο το δυνατό πιο δημοκρατικό και ελεύθερο τρόπο.

Για παράδειγμα, χαρακτήρα Συντακτικής Συνέλευσης είχε το συνέδριο των Σοβιέτ στη Ρωσία που υιοθέτησε το πρώτο σοβιετικό Σύνταγμα του 1918[2]. Ήταν καρπός της επαναστατικής συμμετοχής ευρύτερων στρωμάτων των εργαζομένων και βασιζόταν στο σύστημα των σοβιέτ (συμβουλίων) που παρείχαν τη δυνατότητα αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών αλλά και ελέγχου και ανάκλησης των αιρετών αντιπροσώπων.

Συντακτική Συνέλευση, που προέκυψε από αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων αλλά όχι από επανάσταση, υιοθέτησε επίσης το μπολιβαριανό Σύνταγμα της Βενεζουέλας του 1999. Παρότι δεν σημειώθηκε κάποια επανάσταση, υπήρξε και στην περίπτωση αυτή ιδιαίτερη κινητικότητα του λαού και διαδικασίες δημοκρατικής συμμετοχής με δημοψηφίσματα, λαϊκές συνελεύσεις κλπ. Με παρόμοιο τρόπο υιοθετήθηκαν τα νέα Συντάγματα της Βολιβίας και του Εκουαδόρ[3].

Αν όμως δεν συντρέχουν οι ανωτέρω όροι, δηλαδή λαϊκή αυτενέργεια και ουσιαστικές δημοκρατικές διαδικασίες, η Συντακτική Συνέλευση μπορεί να εξελιχθεί σε βιτρίνα αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων. Υπήρξαν έτσι περιπτώσεις Συντακτικών Συνελεύσεων που είχαν αντιδημοκρατικό περιεχόμενο. Τέτοια, για παράδειγμα, ήταν η ψευδο-συντακτική που συνήλθε στην Ελλάδα μετά τις πραξικοπηματικές ενέργειες του 1935. Οι συνθήκες εκλογής της δεν πληρούσαν τα στοιχειώδη δημοκρατικά κριτήρια αφού ήταν προϊόν περιορισμού των ελευθεριών και βίας. Οδήγησε τελικά στην κατάργηση του Συντάγματος του 1927 και στην επαναφορά της βασιλείας με νόθο δημοψήφισμα, ενώ στη συνέχεια με εξίσου αυθαίρετο τρόπο ο βασιλιάς την κατάργησε[4]. Παρόμοιο περιεχόμενο είχε η Συντακτική Συνέλευση που έγινε προσπάθεια να συγκληθεί στη Ρωσία μετά τον Οκτώβριο του 1917. Οι εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων σε αυτήν είχαν γίνει πολύ καιρό νωρίτερα (όταν ήταν πολύ διαφορετικό το πολιτικό τοπίο) και με αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα που δεν επέτρεπε στους εκλογείς να ανακαλέσουν τους αντιπροσώπους τους[5]. Με τον τρόπο αυτό η Συντακτική Συνέλευση δεν μπορούσε να εκπροσωπεί πραγματικά τη λαϊκή βούληση.

Μια Συντακτική Συνέλευση στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, καρπός της λαϊκής αυτενέργειας και δημοκρατικής συμμετοχής, θα μπορούσε να υιοθετήσει νέο, καινοτόμο δημοκρατικό Σύνταγμα και να αναμορφώσει αντίστοιχα το νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια αλλά μπορεί να αποτελέσει μορφή «εγκοίτωσης», όπως έγραφε ο Σβώλος για το Σύνταγμα του 1911[6], της αγωνίας και των διεκδικήσεων της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας.

Η τέτοια συνταγματική αλλαγή θα πρέπει να περιλαμβάνει α. ριζικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και στη δημοκρατία έτσι ώστε να κατοχυρώνεται ένας καίριος ρόλος στην εργατική τάξη και στα άλλα λαϊκά στρώματα, β. να διευκολύνει τη μεταβολή του κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης έτσι ώστε να συμβάλλει στην αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων στρωμάτων ανοίγοντας το δρόμο για την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης.

Κατοχύρωση εθνικής ανεξαρτησίας

Πρωτίστως, όμως, με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις και, ιδίως, τον οικονομικό έλεγχο του ασκούν στη χώρα μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το δημοκρατικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η επαναρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τέτοιου είδους οργανισμούς.

Επείγει η διεκδίκηση της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας. Πρόκειται για κομβικής σημασίας ζήτημα. Χωρίς την επίλυσή του δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για εμβάθυνση της δημοκρατίας γενικότερα ούτε για αλλαγή του τρόπου κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρώτιστα συνταγματικό – νομικό, είναι όμως και τέτοιο. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα κατέχει δευτερεύοντα, σχετικά ασθενή και πάντως συμπληρωματικό ρόλο στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία και ήταν λίγο πολύ πάντοτε εξαρτημένη από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Το δεδομένο αυτό αποτυπώνεται διαχρονικά στο δίκαιο. Από την επιβολή της μοναρχίας – σύμβολο και συμπύκνωση της ξενοκρατίας- σε όλα τα Συντάγματα πριν το 1975 (με την εξαίρεση εκείνου του 1927) μέχρι το άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952 που κατοχύρωνε προνόμια για το ξένο κεφάλαιο και επαναλαμβανόταν αυτούσιο τόσο στα χουντικά «Συντάγματα» του 1968 και 1973 όσο και στο άρθρο 9 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974 και στο μετέπειτα άρθρο 107 του Συντάγματος του 1975.

Η συνταγματική αποτύπωση της ανισότιμης θέσης της χώρας συνεχίστηκε με το σημερινό άρθρο 28, συγκεκριμένα με τις παραγράφους 2 και 3. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης στα άρθρα 28 και 80 κατά τη συναινετική αναθεώρηση του 2001, που υποτάσσει ουσιαστικά άνευ όρων το νομικό μας σύστημα στις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7].

Η λογική των διατάξεων αυτών μέχρι την εκδήλωση της κρίσης και την υπαγωγή της χώρας μας σε καθεστώς επιτροπείας, δεν αμφισβητούνταν ή τουλάχιστον οι όποιες αμφισβητήσεις αποτελούσαν εξαίρεση. Οι τρέχουσες οδυνηρές εμπειρίες επιτρέπουν να ανοίξει και πάλι ο διάλογος για τα θέματα αυτά.

Πρέπει να θυμίσουμε ότι κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1975 το πολιτικό κλίμα και η συνταγματικές αναζητήσεις ήταν διαφορετικές. Η τότε αντιπολίτευση αντιτάχθηκε με τον ένα ή άλλο τρόπο στις δυνατότητες παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας των άρθρων 27 και 28. Ως έσχατο μέτρο διαφύλαξης της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή των βάσεων της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, προτάθηκε η υιοθέτηση ιδιαίτερα αυξημένης πλειοψηφίας 2/3 προκειμένου να μπορεί η Βουλή να προβεί σε περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας είτε για την παραμονή ή διέλευση ξένων στρατευμάτων από την επικράτεια[8].

Υπάρχουν σύγχρονες συνταγματικές και πολιτικές εμπειρίες που πρέπει να αξιολογηθούν και, γιατί όχι, να αξιοποιηθούν.  Οι εμπειρίες αυτές προτάσσουν την ισότιμη συμμετοχή των χωρών στο διεθνές γίγνεσθαι και, σε συνάφεια με αυτό, τη διαφύλαξη των ζωτικών πόρων και πλουτοπαραγωγικών πηγών τους.

Το μπολιβαριανό Σύνταγμα της Βενεζουέλας του 1999 α. με το άρθρο 12 διακήρυξε ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα και ο ορυκτός πλούτος που βρίσκεται στον εθνικό χώρο και στην ΑΟΖ αποτελούν δημόσια περιουσία, β. με τα άρθρα 302-303 δόθηκε η δυνατότητα εθνικοποίησης της πετρελαϊκής βιομηχανίας, γ. με βάση το άρθρο 302 εθνικοποιήθηκαν μερικές ακόμη πολυεθνικές.          Αντίστοιχες διατάξεις, όχι πάντοτε τόσο ριζοσπαστικές, συναντάμε στα Συντάγματα της Βολιβίας και του Εκουαδόρ.

Η Βραζιλία επίσης με τα άρθρα 171, 176, 178 και 190 του Συντάγματός της επιφυλάσσει ρητά προνομιακή μεταχείριση των βραζιλιάνικων συμφερόντων εταιρειών, σε σχέση με τις ξένες εταιρείες, σε μια σειρά κομβικής σημασίας τομείς της οικονομίας[9].

Το Σύνταγμα της Πορτογαλίας που υιοθετήθηκε το 1976 μετά την ανατροπή της δικτατορίας, έχοντας υπόψη την ασυδοσία των πολυεθνικών εταιρειών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, περιελάμβανε επίσης μια ενδιαφέρουσα διάταξη. Στο άρθρο 86 όριζε ότι «Ο νόμος επιβάλλει πειθαρχία στην οικονομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις των ξένων φυσικών ή νομικών προσώπων για να εξασφαλίζει τη συμβολή τους στην ανάπτυξη  της χώρας, σύμφωνα με το Πρόγραμμα, και να προασπίζει την εθνική ανεξαρτησία και τα συμφέροντα των εργαζομένων».

Πιο προωθημένο από τα προηγούμενα, το ισχύον Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Κούβας στο άρθρο 11 ορίζει στην παρ. 2 ότι «Η Δημοκρατία της Κούβας αποκηρύσσει και θεωρεί παράνομες και άκυρες τις συνθήκες, συμβάσεις ή παραχωρήσεις, που συνήφθησαν σε συνθήκες ανισότητας ή οι οποίες ακυρώνουν ή μειώνουν την εθνική κυριαρχία της και την εδαφική της ακεραιότητα» και στην παρ. 3: «Οι οικονομικές, διπλωματικές και πολιτικές σχέσεις με οποιοδήποτε άλλο Κράτος δε θα μπορούν ποτέ να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης υπό καθεστώς επίθεσης, απειλής ή εξαναγκασμού από ξένη δύναμη».

Οι συνταγματικές αυτές πρόνοιες δεν εμποδίζουν τις χώρες αυτές να συμμετέχουν σε διαδικασίες οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Τόσο η Βενεζουέλα, όσο και η Βραζιλία είναι εξαιρετικά δραστήριες στο χώρο αυτό διαφυλάσσοντας τα εθνικά συμφέροντα. Η Βραζιλία μάλιστα στο άρθρο 4 του Συντάγματός της διακηρύσσει τη βούλησή της να συμμετέχει στις διαδικασίες της λατινοαμερικανικής ενοποίησης.

Αντίστοιχα η Κούβα συμμετέχει δραστήρια και ισότιμα στην ΑLΒΑ υλοποιώντας τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 12 εδ. γ του Συντάγματός της που ορίζει ότι η Κούβας «επιβεβαιώνει τη θέλησή της για ενοποίηση και συνεργασία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, των οποίων η κοινή ταυτότητα, καθώς και η ιστορική αναγκαιότητα να προχωρήσουμε μαζί προς την οικονομική και πολιτική ενοποίηση για την επίτευξη της πραγματικής ανεξαρτησίας, θα μας επέτρεπε να καταλάβουμε τη θέση που μας αντιστοιχεί στον κόσμο».

Ακόμη και χώρες μέλη της ΕΕ έχουν υιοθετήσει πιο προσεκτική στάση σε σχέση με την Ελλάδα. Η Γαλλία για παράδειγμα, με τις προσεκτικές διατυπώσεις του άρθρου 88 του Συντάγματός της διατηρεί μια σχετική απόσταση από τις εξελίξεις στην ΕΕ διαφυλάσσοντας την εθνική της κυριαρχία[10].

Κατά συνέπεια, η εκχώρηση κυριαρχίας, όπως προβλέπεται στις παρ. 2, 3 του άρθρου 28 και στην παρ. 2 του άρθρου 27 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος είναι αναχρονιστική και επικίνδυνη. Θα πρέπει επί της αρχής να αποκλείεται. Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας μπορούν να αναπτυχθούν ολόπλευρα και πολύπλευρα σε ισότιμη βάση. Είναι δυνατό, όταν ο συσχετισμός των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων το επιτρέψει,  να αξιοποιηθούν οι προαναφερθείσες συνταγματικές εμπειρίες άλλων χωρών.

Ανάλογη θέση θα πρέπει να λαμβάνει ένα πρωτοποριακό Σύνταγμα για την παραχώρηση στρατιωτικών βάσεων σε ξένη δύναμη. Μπορεί και εδώ να ακολουθηθεί το παράδειγμα του άρθρου 13 παρ. 2 του Συντάγματος της Βενεζουέλας και του άρθρου 10 παρ. 3 του Συντάγματος της Βολιβίας, που απαγορεύουν κάθε τέτοια παραχώρηση του εθνικού εδάφους[11].

Ριζοσπαστική δημοκρατία

Η διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας δεν αρκεί από μόνη της για τη διεύρυνση της δημοκρατίας και των ελευθεριών. Αυτό απαιτεί μια ευρύτερη δέσμη αλλαγών που θα περιλαμβάνει:

α. την ισχυροποίηση του ρόλου του εκλογικού σώματος μέσω της εισαγωγής θεσμών άμεσης δημοκρατίας. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την εισαγωγή θεσμών όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το δημοψήφισμα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο με πρωτοβουλία των πολιτών και δεσμευτική ισχύ[12], το δικαίωμα των μαζικών φορέων των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις νόμων[13], η δυνατότητα των πολιτών να συζητούν, να αποδέχονται ή να απορρίπτουν σχέδια νόμων αλλά και ψηφισμένους νόμους, να προκαλούν αναθεώρηση του Συντάγματος ή να αποφασίζουν τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης[14].

β. τον έλεγχο του λαού στους βουλευτές και γενικότερα στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Σε αυτό θα μπορούσε να συμβάλλει η υιοθέτηση του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής αλλά και η εισαγωγή της δυνατότητας των εκλογέων να ανακαλούν τους αντιπροσώπους τους κατά το πρότυπο των Συνταγμάτων της Βενεζουέλας, της Βολιβίας και του Εκουαδόρ[15].

γ. την κατάργηση όλων εκείνων των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων που περιορίζουν τις λαϊκές ελευθερίες και, ιδίως, το δικαίωμα στην απεργία, στις συναθροίσεις, στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, πρώτιστα στους εργασιακούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα απαιτείται η αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας με στόχο την κατοχύρωση πλήρους συνδικαλιστικής και πολιτικής ελευθερίας για τους εργαζόμενους.

δ. την ενίσχυση της Βουλής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας ιδίως με το δραστικό περιορισμό του θεσμού των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων και με άλλες αλλαγές στη λειτουργία της Βουλής.

ε. τον ολόπλευρο εκδημοκρατισμό του κρατικού μηχανισμού και πρωτίστως των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με την εισαγωγή συνταγματικών διατάξεων που θα προσανατολίζουν στη ριζική τροποποίηση λειτουργίας και δράσης των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας με στόχο τον ολόπλευρο εκδημοκρατισμό τους, την απαλλαγή τους από φασιστικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία.

στ. τη βελτίωση του επιπέδου πληροφόρησης του λαού. Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαίες συνταγματικές και άλλες ρυθμίσεις που θα περιορίζουν την ηγεμονία των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων στα μέσα ενημέρωσης[16].

Το οικονομικό Σύνταγμα

Η κατάκτηση της πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας, η διεύρυνση της δημοκρατίας είναι ημιτελείς και κινδυνεύουν να ανατραπούν αν δεν συνοδεύονται από αλλαγές που προωθούν την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Απαιτούνται επομένως αλλαγές στο οικονομικό Σύνταγμα που θα διευκολύνουν α. τον έλεγχο των στρατηγικών τομέων της οικονομίας από το κράτος, β. τον εθνικό δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας με τη συμμετοχή των εργαζομένων. Υπάρχουν αντίστοιχα εμπειρίες που μπορούν αξιοποιηθούν, Συντάγματα που εξέφρασαν εναλλακτικές, μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας, λύσεις και που ξεκινούσαν από παρόμοιες συνθήκες κρίσης.

Σε σχέση με το πρώτο, χρειάζεται οπωσδήποτε μια συνταγματική βάση πιο ευλύγιστη που θα επιτρέπει την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει συνταγματικές λύσεις που αφορούσαν, για παράδειγμα, την απαλλοτρίωση της μεγάλης γαιοκτησίας χωρίς, ή με μειωμένη, αποζημίωση. Τέτοιο χαρακτήρα είχε η ερμηνευτική δήλωση επί του άρθρου 17 του Ελληνικού Συντάγματος του 1911[17] αλλά και πληθώρα συνταγματικών προσεγγίσεων στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες του 1960 και 1970[18].

Με παρόμοιο τρόπο, το Κουβανικό Σύνταγμα του 1940, όταν επανήλθε σε ισχύ μετά την επαναστατική ανατροπή της δικτατορίας του Μπατίστα το 1959,  τροποποιήθηκε ώστε να είναι δυνατή η εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων ξένης ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση. Ανάλογη λύση αναζήτησε η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή το 1971 με την αναθεώρηση του άρθρου 10 του Συντάγματος ώστε στον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης να συνυπολογίζονται τα υπερκέρδη που άντλησαν επί δεκαετίες οι πολυεθνικές εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τον ορυκτό πλούτο της χώρας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο 82 του Πορτογαλικού Συντάγματος του 1976[19]: «Παρέμβαση, εθνικοποίηση και κοινωνικοποίηση.- 1. Ο νόμος υποδεικνύει τα μέσα και τους τύπους της παρεμβάσεως, εθνικοποιήσεως και κοινωνικοποιήσεως των μέσων παραγωγής, καθώς και τα κριτήρια καθορισμού των αντίστοιχων αποζημιώσεων. 2. Ο νόμος δύναται ν’ αποφασίσει ότι οι απαλλοτριώσεις σε βάρος των γαιοκτημόνων, μεγαλοϊδιοκτητών, επιχειρηματιών ή μετόχων δεν δημιουργούν κάν προϋποθέσεις αποζημιώσεως».

Τέλος, το προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος του 1946 όριζε ότι «Κάθε αγαθό, κάθε επιχείρηση, των οποίων η εκμετάλλευση έχει ή αποκτά χαρακτήρα εθνικής δημόσιας υπηρεσίας  ή εν τοις πράγμασι μονοπωλίου, πρέπει να γίνει ιδιοκτησία του συνόλου»[20].

Σε σχέση με τη δεύτερη πλευρά, την προώθηση εθνικού δημοκρατικού σχεδιασμού της οικονομίας, πέρα από πολλές άλλες συνταγματικές λύσεις[21], σχετικό είναι το άρθρο 81 του Συντάγματος της Πορτογαλίας του 1976: «Προτεραιότητα των κρατικών υποχρεώσεων.- Το Κράτος έχει κατά προτεραιότητα καθήκον: Δ) Να μειώνει, όσο είναι ανάγκη, τις ανισότητες στον πλούτο και στο εισόδημα… Ια)Να δημιουργήσει τις αναγκαίες νομικές και τεχνικές προϋποθέσεις για την επιβολή ενός συστήματος δημοκρατικού προγραμματισμού της οικονομίας…Ιδ) Να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των εργαζόμενων τάξεων και των οργανώσεών τους στον καθορισμό, τον έλεγχο και την επεξεργασία όλων των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών μέτρων».

Σε παρόμοιο πνεύμα κινούνταν το σχέδιο Συντάγματος που είχε ετοιμάσει η κυβέρνηση Αλιέντε το 1973[22]. Το σχέδιο Συντάγματος είχε ετοιμαστεί σε μια προσπάθεια εμβάθυνσης των αλλαγών που είχε ήδη πραγματοποιήσει η κυβέρνηση. Θα το υπέβαλε σε δημοψήφισμα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε κατορθωτό καθώς την ημέρα αναγγελίας έναρξης της διαδικασίας αναθεώρησης, εκδηλώθηκε το αιματηρό πραξικόπημα Πινοσέτ.

Στο σχέδιο προβλεπόταν, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι καίριοι τομείς της οικονομίας θα βρίσκονται στα χέρια του κράτους. Προβλεπόταν επίσης η εισαγωγή της έννοιας της σχεδιασμένης ανάπτυξης της οικονομίας. Σε αυτήν οι οργανώσεις των εργαζομένων θα είχαν καθοριστική συμμετοχή. Θα συμμετείχαν επίσης οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το ετήσιο πλάνο θα ψηφιζόταν από τη Βουλή και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες θα ήταν υποχρεωμένες να κινούνται εντός του πλαισίου που χάραξε το πλάνο.

Όλες οι ανωτέρω συνταγματικές ρυθμίσεις δεν ανήκουν σε σοσιαλιστικά Συντάγματα. Δεν αντανακλούν δηλαδή νέες σχέσεις εξουσίας και παραγωγής. Πρόκειται για ρυθμίσεις που εδράζονται στο έδαφος καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αλλά εκφράζουν τη μεταβολή του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και την πολιτική βούληση να μεταβληθούν, περισσότερο ή λιγότερο, οι σχέσεις κυριαρχίας και παραγωγής. Σε ένα βαθμό αποτύπωναν αλλαγές που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί και σε ένα άλλο άνοιγαν δρόμους για το μέλλον.

Όλα τα σύγχρονα επαναστατικά εγχειρήματα διατύπωναν αιτήματα και στόχους συνταγματικού περιεχομένου. Για παράδειγμα, λίγο πριν την σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτωβρίου 1917 στη Ρωσία ο Λένιν εισηγούνταν μια σειρά αλλαγές που αφορούσαν το πολιτικό σύστημα, την οικονομία, τα δικαιώματα των διάφορων στρωμάτων των εργαζομένων με τη μορφή σημείων για ένα «Σύνταγμα της λαοκρατικής δημοκρατίας της Ρωσίας»[23]. Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Απρίλιο-Μάιο του 1917 και δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους προετοιμάζοντας την επανάσταση του Οκτωβρίου.

Επομένως η μελέτη τέτοιων ιστορικών εμπειριών είναι χρήσιμη. Η χρησιμότητα έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να συμβάλλει στον επιστημονικό και πολιτικό διάλογο και να υποβοηθήσει την αφύπνιση των λαϊκών δυνάμεων, για να πάψει η λαϊκή κυριαρχία να αποτελεί «πλάσμα», όπως ορθά είχε επισημάνει και ο κορυφαίος των συνταγματολόγων μας Αλέξανδρος Σβώλος[24].



[1] Το άρθρο αποτελεί περαιτέρω ανάπτυξη της εισήγησης που παρουσιάστηκε στο συνέδριο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην Ελλάδα: επιστημονικές και πολιτικές προβληματικές» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 17-19 Ιανουαρίου 2014.

[2] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Το V πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ», Άπαντα, τ. 36, σελ. 499 και του ίδιου, «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού», Άπαντα, τ. 35, σελ. 221 επ.

[3] Βλ. για παράδειγμα Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 47 επ. και F. Zunica Urbina, “Nueva Constitución y operación constituyente”, Estudios Constitucionales, año 11, no 1, 2013, 511-540.

[4] Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1995, σελ. 88 επ.

[5] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Θέσεις σχετικά με τη Συντακτική Συνέλευση», Άπαντα, τ. 35, σελ. 162 επ.

[6] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1981, σελ. 99.

[7] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ: 1941-2001, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 85 επ., 143 επ.

[8] Βλ. Δημ. Καλτσώνης (επιμ.), Η συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ’άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 175 επ.

[9] Βλ. P. Manili, « El derecho constitucional ante el tercer milenio », Pensamiento Constitucional, Año VI, no 6, σελ. 489 κε., 499-500.

[10] Βλ. V. Constantinesco – St. Pierré-Caps, Droit constitutionnel, Paris, PUF, 2006, σελ. 260.

[11] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 73 επ.

[12] Βλ. Η. Νικολόπουλος, Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997 και C. Emeri – C. Bidegaray, La Constitution en France (de 1789 a nos jours) Paris, ed. Armand Colin, 1997, σελ. 82 επ. και P. Pactet, Institutions politiques – Droit constitutionnel, Paris, Armand Colin, 2003, σελ. 89 επ.

[13] Βλ. Η. Ηλιού, «Για ένα λαϊκοδημοκρατικό Σύνταγμα», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τευχ. 10/1946, σελ. 572 επ., 11/1946, σελ. 627 επ., 12/1946, σελ. 665 επ., 3/1947, σελ. 118 επ.

[14] Βλ. τις σχετικές ρυθμίσεις στο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου αλλά και τις πρακτικές την περίοδο της αντίστασης ενάντια στη ναζιστική κατοχή στο Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική ιστορία, τ. Ι: 1821-1940, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 11 επ. και Δ. Καλτσώνης, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ: 1941-2001, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 29 επ., 174 επ.

[15] Βλ. J. Gonzalez Quevedo, “Empoderamiento, democracia directa y Nuevo constitucionalismo en America Latina”, Temas, n. 70, 2012, σελ. 30 επ. και G. Quezada Calderón, «Participación y parlamentos obreros en Cuba. Apuntes para Ecuador», Temas, n. 74, abril-junio de 2013, σελ. 105 επ. και D. Valadés, “la Constitución y el poder”, Pensamiento Constitutional, Año VII, no 7, σελ. 59 επ.

[16] Βλ. περισσότερα Δημ. Καλτσώνης (επιμ.), Η συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ’άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 11 επ.

[17] Βλ. Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τ. 2, Αθήνα, εκδ. Τολίδη, 1977, σελ. 55-72.

[18] Βλ. P. Moral-Lopez, “Problemes constitutionnels de la réforme agraire: la réforme de la Constitution du Chili en matiere de droit de propriété, dans une perspective de droit comparé”, Revue Internationale de droit comparé, vol. 21, no 3, Juillet-septembre 1969, σελ. 545-564.

[19] Βλ. γενικότερα M. Rodrigues Canotilho, «El sistema constitucional de Portugal », ReDCE, Año 7, Núm. 14, julio-diciembre/2010, σελ. 117 επ.

[20] Βλ. A. Hauriou – L. Sfez, Institutions politiques et droit constitutionnel, Paris, ed. Montchrestien, 1972, σελ. 97 επ. και M. Duverger, Le systeme politique francais, Paris, PUF, 1985, σελ. 143 επ. και C. Emeri – Chr. Bidegaray, La Constitution en France (de 1789 a nos jours), Paris, Armand Colin, 1997, σελ. 122 επ. και P. Pactet, Institutions politiques – Droit constitutionnel, Paris, Armand Colin, 2003, σελ. 308 επ.

[21] Βλ. για παράδειγμα K. Katzarov, “La planification comme probleme juridique”, Revue Internationale de Droit Comparé, 1958, v. 10, No 2, σελ. 298 επ.

[22] Βλ. S. Allende, Un Estado democratico y soberano: mi propuesta a pos chilenos, ed. Centro de Estudios Politicos Simon Bolivar y de la Fundacion Presidente Allende (Espana), σελ. 25-26.

[23] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 153.

[24] Βλ. Α. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Αθήνα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2008, σελ. 83-87.
Πηγή

Σχόλια