Το ευρωπαϊκό όχημα στον γερμανικό μονόδρομο

       
Ο ευρωπαϊκός ουρανός καλύπτεται, ολοένα και περισσότερο, από τ’ απειλητικά σύννεφα της οικονομικής καταιγίδας που απειλεί αυτό τούτο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.  Το οποίο ήδη έχει ραγίσει επικίνδυνα, αναδεικνύοντας το βαθύ χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού βορά –στην πραγματικότητα μεταξύ Γερμανίας- κι ευρωπαϊκού νότου.
Χάσμα προεχόντως οικονομικό, όπως τούτο προκύπτει ιδίως από τη λεόντεια υπεροχή των γερμανικών πλεονασμάτων έναντι των διαβρωτικών ελλειμμάτων των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, και όχι μόνο.

Αλλά και –φυσικά συνακόλουθα- χάσμα θεσμικό, αφού η οικονομική εξαθλίωση φέρνει στο φως έναν ευρωπαϊκό βορά, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί και τα δικαιώματα του ανθρώπου γίνονται σεβαστά, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά τα βασικά τους χαρακτηριστικά.  Κι έναν ευρωπαϊκό νότο όπου  θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, πρωτίστως δε εκείνα που συνθέτουν το υπόβαθρο του κοινωνικού κράτους δικαίου, διαρκώς αποδυναμώνονται.

Πώς, άραγε, φθάσαμε ως εδώ;  Μ’ άλλες λέξεις πώς, ιδίως από τότε που δρομολογήθηκε η πορεία της ΟΝΕ και της Ευρωζώνης, η τάση ευρωπαϊκής ενοποίησης και αντίστοιχης σύγκλισης των επιμέρους οικονομικών και θεσμικών συνιστωσών της μετατράπηκε σε ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη ροπή απόκλισης;
Α. Η εξήγηση αυτής της καταλυτικής μεταβολής της προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι μονοσήμαντη.  Πλην όμως ένα είναι μάλλον βέβαιο:  Στο επίκεντρό της βρίσκεται η ευρωπαϊκή οικονομία και οι βίαιες διαρθρωτικές και χρηματοπιστωτικές της στρεβλώσεις.  Οι οποίες έχουν, και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικώς, γερμανική προέλευση κι απηχούν τις γενικότερες πλέον πιέσεις της Γερμανίας στην παγκόσμια οικονομία.

Πέραν τούτου είναι ανάγκη, πάντοτε στο πλαίσιο της προαναφερόμενης διαπίστωσης, ν’ αναδειχθεί και μια εμβληματική, κυριολεκτικώς, παράμετρος της, γερμανικής προέλευσης κι επινόησης, ανατροπής της επιχείρησης οικοδόμησης των στοιχειωδών αντηρίδων της ουσιαστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, άρα της επίτευξης του στόχου μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πρόκειται για την παράμετρο εκείνη, η οποία «φωτίζει» την βαθύτερη αλήθεια –κι επέκεινα, την κυριότερη «ρίζα του κακού»- ως προς την εντεινόμενη ευρωπαϊκή απόκλιση και η οποία συνίσταται στο ότι, δυστυχώς: Η επανένωση, μετά το 1990, της Γερμανίας και η σταδιακή ενοποίησή της, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, μετά την εγκαθίδρυση της Ευρωζώνης λειτουργεί, εξαιτίας των γερμανικών οικονομικών-νομισματικών εμμονών, ως αντικίνητρο για την ευρωπαϊκή σύγκλιση και, τελικώς, αντίστοιχη ενοποίηση.  Μ’ αφοπλιστική «ειλικρίνεια» ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας κ. Gerhard Schröder έχει τονίσει, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Der Spiegel» (5.9.2011), ότι «όταν δημιουργείς έναν κοινό νομισματικό χώρο, τότε επικρατεί η ισχυρότερη οικονομία»!
Θ’ αποτελούσε πραγματικό στρουθοκαμηλισμό ν’ αγνοήσει κανείς πως, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία αλλοίωσε όχι μόνο τα συστατικά στοιχεία του ευρωπαϊκού της προσανατολισμού αλλά και την όλη «κοσμοθεωρία» της αναφορικά με τη συμβολή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Α. Όσο παρέμενε διχασμένη, με το Τείχος του Βερολίνου να της θυμίζει την κληρονομιά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και να τη θέτει στο «μάτι του κυκλώνα» του Ψυχρού Πολέμου, η Γερμανία ήταν πιασμένη από το «σωσίβιο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Βασιζόταν στην ασφάλεια που της παρείχε η ευρωπαϊκή Δύση και οι «ανταγωνιστικές» της φιλοδοξίες περιορίζονταν στην «αναμέτρησή» της και τη σύγκρισή της κυρίως με τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία και την Ιταλία.  Φιλοδοξίες όμως που απηχούσαν περισσότερο την τάση της να πρωταγωνιστήσει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και να συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της όλης ευρωπαϊκής δυναμικής.

Β. Μετά την ενοποίησή της, η Γερμανία «διέβη τον ευρωπαϊκό Ρουβίκωνα».  Αντιπροσωπεύοντας σήμερα πάνω από το ένα τέταρτο της συνολικής οικονομίας της Ευρωζώνης, ρέπει οφθαλμοφανώς προς την τάση που την οδηγεί στο να διαδραματίσει παγκόσμιο οικονομικό ρόλο, ως «ηγέτιδα» δύναμη στο πλαίσιο των G 20, στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία.  Λίγη σημασία έχει αν η Γερμανία επιδίωξε το ρόλο αυτόν –όπερ και πιθανότερο, με βάση τον εθνικό ψυχισμό της και τα «δείγματα γραφής» του παρελθόντος της, πρόσφατου αλλά και απώτερου- ή αν οδηγήθηκε, αντικειμενικώς, από τα πράγματα στο να τον επωμισθεί.  Το σημαντικό είναι ότι η προαναφερόμενη μετεξέλιξη της Γερμανίας, σε συνδυασμό με την πλήρη έλλειψη ηγετικών φυσιογνωμιών στον «ευρωπαϊκό πυρήνα» καθώς και με την αναμενόμενη αποστασιοποίηση της Μ. Βρετανίας, αποσταθεροποιεί τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Όμως η οικονομική γιγάντωση της Γερμανίας, μετά την επανένωσή της, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία εξηγούν πώς μεταλλάχθηκε ξαφνικά, έτσι  ώστε να γίνεται σήμερα λόγος όχι για μια ευρωπαϊκή Γερμανία αλλά για μια γερμανική Ευρώπη.  Και τα χαρακτηριστικά αυτά διαμορφώθηκαν με αφετηρία την εκ μέρους της διαχείριση του οικονομικού κόστους της ενοποίησης της Γερμανίας, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί εντελώς. Ενός κόστους που, με τους μετριότερους υπολογισμούς, φθάνει ή και έχει ξεπεράσει τα 2 τρισ. ευρώ!
Α. Από τις αιτίες που διαμόρφωσαν το τεράστιο αυτό κόστος αξίζει να επισημανθούν ιδιαιτέρως, ακριβώς λόγω της καθοριστικής σημασίας τους:

1. Πρώτον, το «λάθος» ως προς την ισοτιμία του ανατολικογερμανικού με το δυτικογερμανικό μάρκο.  Και τούτο επειδή μολονότι τα οικονομικά δεδομένα της εποχής οδηγούσαν σε μιαν ισοτιμία ένα προς οκτώ, για καθαρώς εθνικούς και πολιτικούς λόγους η ανταλλαγή έγινε με ισοτιμία ένα προς ένα.  Αυτή η θηριώδης αύξηση της αξίας του ανατολικογερμανικού μάρκου εξάρθρωσε, κυριολεκτικώς, τον παραγωγικό ιστό της Ανατολικής Γερμανίας και οδήγησε σε ραγδαία αύξηση της ανεργίας.
2. Δεύτερον, η εξομοίωση μισθών σ’ Ανατολική και Δυτική Γερμανία.  Η εξέλιξη αυτή περιόρισε δραματικά –μάλλον εκμηδένισε- την ανταγωνιστικότητα της Ανατολικής Γερμανίας απαιτώντας, για τη στοιχειώδη αποκατάστασή της στη συνέχεια, τη μετακίνηση κολοσιαίων ποσών προς αυτή από τη Δυτική Γερμανία.
3. Τρίτον, η εξομοίωση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στις δύο Γερμανίες.  Κάπως έτσι η Δυτική Γερμανία κλήθηκε να καλύψει το τεράστιο κενό του ασφαλιστικού συστήματος της Ανατολικής, αφού σ’ αυτήν, λόγω του κομμουνιστικού συστήματος, οι ασφαλισμένοι ουδόλως συνέβαλαν οικονομικώς στον ασφαλιστικό τους φορέα μ’ αντίστοιχες προσωπικές εισφορές.
Β. Στην πρώτη φάση μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, και προκειμένου ν’ ανταποκριθεί στις κατά τ’ ανωτέρω οικονομικές εξελίξεις, ο H. Kohl     –προφανώς και λόγω του ευρωπαϊκού του προσανατολισμού- απέφυγε να μετακυλίσει πλήρως το βάρος στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.  Αποφεύγοντας όμως επίσης, για λόγους πολιτικού κόστους, ν’ αυξήσει τη φορολογία επέλεξε τη στήριξη της κοστοβόρας γερμανικής οικονομικής ενοποίησης στα –και τότε- σημαντικότατα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.  Οι αναπόφευκτες πληθωριστικές πιέσεις που προέκυψαν «ξύπνησαν» τους γερμανικούς εφιάλτες –είναι πασίγνωστος ο διαχρονικός παθολογικός φόβος των Γερμανών έναντι του πληθωρισμού, με πιο κοντινή μνήμη εκείνη της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης- και οδήγησαν την Bundesbank σε ραγδαία αύξηση των επιτοκίων ήδη από το 1991, όταν το μάρκο συνδέθηκε με το σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό νόμισμα.
1. Οι συνέπειες ήταν αναμενόμενες:  Επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, που λόγω της δομής της γερμανικής οικονομίας και των εγγενών χαρακτηριστικών της επέδρασαν σταδιακώς και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.  Ιδίως δε στον ευρωπαϊκό νότο.  Κάπως έτσι άρχισε η μετακύλιση του οικονομικού βάρους της γερμανικής ενοποίησης και στα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Μόνο που ενώ στην αρχή η μετακύλιση αυτή εμφανιζόταν ως περιστασιακή αντανακλαστική αντίδραση της, αιφνιδιασμένης από το οικονομικό κόστος της ενοποίησης, γερμανικής οικονομίας, με την πάροδο του χρόνου μεταβλήθηκε σε συνειδητή τακτική.  Η οποία επέτρεπε πια στη Γερμανία όχι μόνο να μην επιβαρύνεται με το θηριώδες κόστος της οικονομικής ενοποίησής της αλλά, μέσω της πλήρους μετακύλισής του extra muros, ν’ αποκτά ηγετικό οικονομικό ρόλο τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην παγκόσμια οικονομική σκηνή, όπως προεκτέθηκε.
Τούτο έγινε αισθητό κυρίως μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δηλαδή μετά τη κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Διότι ως τότε, με τήρηση των στοιχειωδών ευρωπαϊκών προσχημάτων, τα προμνημονευόμενα ελλείμματα του ευρωπαϊκού νότου, τα οποία δημιουργήθηκαν και λόγω της γερμανικής οικονομικής ενοποίησης, χρηματοδοτούνταν, τουλάχιστον εν μέρει, από εισροές γερμανικών κεφαλαίων «εκ του ασφαλούς».  Αφού οι κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχυόμενες περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονομίες και εξασφάλιζαν ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και, συνακόλουθα, «αιμοδοτούσαν» δεόντως τις γερμανικής προέλευσης εξαγωγές. Κάπως έτσι, άλλωστε -και πάλι ως τότε- η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρούσε το «φύλλο συκής» ως προς την intra muros ισορροπία –και το επέκεινα ισοζύγιο- στο πεδίο των εμπορικών της σχέσεων.
Α. Όταν όμως ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, και μπροστά στον κίνδυνο της γενικευμένης ύφεσης, η ισχυρώς –και λόγω επαρκούς υποδομής αλλά και λόγω προνοητικώς δασφαλισμένων αποθεμάτων- πλεονασματική Γερμανία υιοθέτησε, εγκαταλείποντας προκλητικά τις ευρωπαϊκές της «ευαισθησίες», την οδό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».  Κι επικεντρώθηκε εφεξής στην, με κάθε μέσο, «υπεράσπιση» του ηγετικού της ρόλου όχι μόνον εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, στο οποίο είχε ήδη, ούτως ή άλλως, εδραιωθεί.

«Κορυφαία» επιλογή της Γερμανίας ως προς τη διασφάλιση του ηγετικού οικονομικού της ρόλου εν μέσω παγκόσμιας κρίσης υπήρξε –και παραμένει πάντοτε- η με κάθε μέσο διατήρηση –και, γιατί όχι, ενίσχυση- της ανταγωνιστικότητάς της.  Αφού, κατά τους κανόνες της οικονομίας, μόνον αυτή μπορεί να εγγυηθεί την πλεονασματική της υπεροχή.
Το σκοπό αυτό λοιπόν η Γερμανία ούτε καν επιχείρησε να τον επιτύχει με μέσα που είναι συμβατά, έστω και στοιχειωδώς, με τις απαιτήσεις μιας ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής.  Ήτοι μιας πολιτικής που προϋποθέτει την «αναθέρμανση» της δικής της οικονομίας, μέσω λελογισμένης πληθωριστικής τάσης, η οποία επιτυγχάνεται δια της οδού της ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης.  Έτσι ώστε να τηρηθούν κάποιοι κανόνες τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των ασθενέστερων κρατών-μελών της Ευρωζώνης.  Όλως αντιθέτως, η Γερμανία επέλεξε το δρόμο του «στραγγαλισμού» της ανταγωνιστικότητας των κρατών αυτών, στο βωμό των δικών της σκοπιμοτήτων, επιβάλλοντας, μεταξύ άλλων:
α) Τη μέθοδο της εξασφάλισης, για δικό της φυσικά λογαριασμό, εξαιρετικά φθηνού εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, κυρίως από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης του χειμαζόμενου από την ανεργία ευρωπαϊκού νότου.

β) Και τη μέθοδο, επίσης για δικό της λογαριασμό, της lato sensu «εξαγοράς», ακόμη και με μεθόδους διαφθοράς –όρα για την Ελλάδα «Siemens» και τα κάθε είδος εξοπλιστικά προγράμματα- επιχειρήσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, σ’ εξευτελιστικές τιμές.  Τιμές που διαμόρφωσε η ύφεση, την οποία η ίδια η Γερμανία «πυροδότησε», με την επιβολή στις «χώρες-θύματα» πολιτικών αδιέξοδης λιτότητας, δήθεν για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων (χρέος-έλλειμμα) με άκρως υποκριτικό ευρωπαϊκό περιτύλιγμα.

2. Αυτή όμως η οικονομικώς «απομυζητική» τακτική της Γερμανίας έναντι των χωρών του ευρωπαϊκού νότου όχι μόνο δεν συμβάλλει στην έξοδό τους από την υφεσιακή τους πορεία και τις συνακόλουθες επιπτώσεις της.  Αλλά, όλως αντιθέτως:

α) Τα ελλείμματά τους αυξάνονται.  Κατά συνέπεια, και όταν τους επιβάλλεται η μείωση –ή και ο μηδενισμός τους- με «μνημονιακής» έμπνευσης πολιτικές, το αποτέλεσμα συνίσταται στην πλήρη οικονομική τους αποδυνάμωση και στην εξαθλίωση των κοινωνιών τους.

β) Συνακόλουθα, οι ανάγκες δανεισμού τους γίνονται πιεστικότερες.  Και επειδή, με τον τρόπο αυτόν, ο δανεισμός τους είναι αδύνατο να εξασφαλισθεί από τις αγορές, ολοένα και περισσότερο υποκύπτουν στον intuitu personae δανεισμό τους, εκτός αγορών.  Πράγμα που σημαίνει αφενός αύξηση του δημόσιου χρέους τους.  Και, αφετέρου, πλήρη υποταγή τους στους όρους που τους επιβάλλουν οι δανειστές τους, δηλαδή σε σταδιακή συρρίκνωση της ίδιας της εθνικής τους κυριαρχίας.  Διότι η αδυναμία άσκησης στοχευμένης εθνικής οικονομικής πολιτικής πλήττει ευθέως τον ίδιο τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας.

            Μ’ αυτόν τον προσανατολισμό πορεύεται σήμερα η Γερμανία έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κυρίως δε έναντι των κρατών-μελών της που χειμάζονται, ορθότερα δε βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικής έκρηξης, όπως η Ελλάδα.

Με μια Καγκελάριο, την κ. Α. Merkel, η οποία, μεσ’ από τις τραυματικές ανατολικογερμανικές της καταβολές και τις συνακόλουθες εμμονές της, δεν μπορεί –για να μην πει κανείς ότι δεν θέλει- ν’ αντιληφθεί επαρκώς τι σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση κι ευρωπαϊκό όραμα.

Και  με την πλήρη απουσία ηγετών σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, των οποίων το λυκόφως σηματοδοτεί και το λυκόφως του ευρωπαϊκού οράματος.

Όπως όμως διδάσκει η ιστορία, κάθε φορά που η Γερμανία σύρθηκε πίσω από το ηγετικό της σύνδρομο τις συνέπειες δεν τις υπέστησαν μόνο τα «θύματά» της.  Τις υπέστη και η ίδια.  Γι’ αυτό παραμένει, ως σήμερα, υπόλογος απέναντι στην ιστορία.

Τουλάχιστον μπορεί να «διδαχθεί» απ’ αυτό το ζοφερό παρελθόν;  Ας το ελπίσουμε, αν και όλα δείχνουν πως κάτι τέτοιο είναι μάλλον μη αναμενόμενο, με την υπόλοιπη Ευρώπη δυστυχώς αδύναμη να της αντισταθεί και να της αντιταχθεί.

                Περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»
Blogger: και το παρακάτω:

======================
Ποιος κάνει κουμάντο;
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου (ΚΙΜΠΙ)

Σε τοίχο του μετρό, εντός διαφημιστικού πλαισίου, μια γυναίκα με φόρμα εργασίας και γυαλιά δηλώνει την πρόθεσή της να ψηφίσει στις ευρωεκλογές. Είναι η Μαγκνταλένα, εργάτρια από τη Σλοβακία. «Δράσε, αντίδρασε, επηρέασε», είναι ο γενικός τίτλος της καμπάνιας που έχουν ξεκινήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Κομισιόν για να «θυμίσουν» στους Ευρωπαίους ότι έχουν λόγους να πάνε να ψηφίσουν στις 25 Μαΐου. «Αποφάσισε ποιος κάνει κουμάντο», είναι το ακόμη πιο φιλόδοξο σλόγκαν των σχεδιαστών της διαφημιστικής καμπάνιας που θέλει να υπερνικήσει την ακατανίκητη τάση της πανευρωπαϊκής αποχής. 43% ήταν η συμμετοχή στις...
προηγούμενες ευρωεκλογές, και η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα τρέμει στην ιδέα ότι αυτό το ποσοστό μπορεί να πέσει κάτω από το 40%. Γιατί άραγε; Σε τι τους εμπόδισε η ελλιπής δημοκρατική νομιμοποίηση να πάρουν όσες αποφάσεις πήραν την πενταετία που μεσολάβησε, οι οποίες έχουν φέρει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων στην ευρω-δυσφορία και σχεδόν τους μισούς σε στάση που αντιστοιχεί στον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό;


Αλήθεια, ποιος κάνει κουμάντο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη; Η διαφημιστική καμπάνια των Αρχών της ΕΕ- την οποία προς το παρόν δεν βλέπω να «τρέχει» και με ιδιαίτερο ζήλο- υπονοεί ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο «κάνει κουμάντο», άρα εμμέσως οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι. Τεχνικά αυτό επιχειρηματολογείται με τη λεγόμενη διαδικασία της συναπόφασης, δηλαδή το «προνόμιο» του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου να συναποφασίζει με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περίπου στο 80% των θεμάτων της ευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά, αφενός ισχύει μόλις τα τελευταία τέσσερα χρόνια και αφετέρου είναι μια καθαρά τεχνική προσέγγιση, αφού το ευρωκοινοβούλιο λειτουργεί περισσότερο ως forum εθνικών, διακρατικών και πολιτικών λόμπι και λιγότερο ως κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία των 400 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών. Όταν πρόκειται για μια απόφαση που ευνοεί τους «Βορείους» της ΕΕ και τους δορυφόρους τους, σχεδόν αυτομάτως οι πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές σβήνουν και μια οριζόντια συμμαχία εξασφαλίζει τον κατάλληλο συμβιβασμό. Συνέβη πρόσφατα με την απόφαση για την τραπεζική ένωση, το πόρισμα για την τρόικα, παλιότερα με την ρήξη για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.


Ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΕ; Κάνουν οι μεγάλες και ισχυρές χώρες, κάνει η Κομισιόν που έχει την πολυτέλεια να είναι ένα υβρίδιο νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, κάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που σπανίως αποφασίζει κάτι που δεν έχει την έγκριση του πάλαι ποτέ γαλλογερμανικού, ή νυν αποκλειστικά σχεδόν γερμανικού, άξονα, κάνει η υπεράνω οιουδήποτε ελέγχου ΕΚΤ, η οποία δεν λογοδοτεί σε κανένα, ούτε καν στην «κυβέρνηση» της Ευρωζώνης. Η «ανεξαρτησία» της είναι υπεράνω δημοκρατικών προσχημάτων.

                                               ****

Κλήθηκα πρόσφατα σε μια συζήτηση στα γραφεία της Κομισιόν στην Αθήνα. Ήταν ένας διάλογος με bloggers, κυρίως νέους, με θέμα «απειλές κατά της δημοκρατίας στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές: αναζητώντας μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη». Το θέμα υπονοούσε κυρίως την διαφαινόμενη άνοδο της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες της ΕΕ, αλλά εμμέσως περιγραφόταν ως απειλή όλο το φάσμα του «ευρωσκεπτικισμού- λαϊκισμού- εθνικισμού» κάθε ιδεολογικής απόκλισης που απειλεί να διαταράξει την ισορροπία της χριστιανοδημοκρατικής-σοσιαλδημοκρατικής-φιλελεύθερης πλειοψηφίας πάνω στην οποία στηρίζεται εδώ και δεκαετίες το λεγόμενο ευρωπαϊκό «κεκτημένο».

Οι διοργανωτές ήταν ευγενέστατοι και άψογοι στη δουλειά τους, οι συμμετέχοντες στον διάλογο bloggers ανοικτοί, κριτικοί, συχνά οξείς, αλλά εγώ αισθάνθηκα άβολα, σχεδόν παράταιρος σ’ αυτήν την ομήγυρη με τη θέση που εισέφερα στον διάλογο: είπα, εν ολίγοις, ότι η κυριότερη απειλή κατά της δημοκρατίας στην ΕΕ δεν είναι η ακροδεξιά ή οι λεγόμενοι ευρωσκεπτικιστές, αλλά η ίδια η δημοκρατία στην ΕΕ, για την ακρίβεια η επίφαση δημοκρατίας στην οποία πρώτα συγκροτείται η κεντρική εξουσία, έπειτα οι θεσμοί και τα όργανα διακυβέρνησης, ύστερα οι διαδικασίες δημοκρατικής νομιμοποίησης του υπό διαμόρφωση υπερκράτους, και τέλος επιχειρείται η συγκρότηση λαού που θα δώσει αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Πλην, όμως, ευρωπαϊκός λαός δεν υπάρχει, όχι με την έννοια της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας, αυτό σχεδόν κανείς δεν το απαιτεί πια, αλλά με την έννοια της δημοκρατικής επιλογής κάθε κοινωνίας για το αν και σε ποιο βαθμό θέλει να εμπλακεί στη δημιουργία του ευρωπαϊκού υπερκράτους, με ποιο ρυθμό, με ποιον βηματισμό, ποια ταχύτητα και, άρα, να εκχωρήσει την κυριαρχία του σε μια ενιαία, ευρωπαϊκή κυριαρχία. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ακόμη κι αν η ΕΕ ήταν μια ένωση που δεν ηγεμονεύεται από τις ισχυρές χώρες, που δεν παίρνει τις αποφάσεις της σε έναν περίπατο Μέρκελ- Σαρκοζί στην Ντοβίλ, που δεν κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, που δεν χειραγωγείται από τις αγορές, που δεν ποδηγετείται από μια φράξια νεοφιλελεύθερων Ταλιμπάν, που δεν είναι κατακερματισμένη σε Βορρα- Νότο, Ανατολή- Δύση, πλούσιες και φτωχές χώρες, εξαγωγείς και εισαγωγείς, ακόμη κι αν δεν ίσχυαν όλα αυτά, θα ήταν αδύνατο να συμβεί με την υπάρχουσα δομή της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Επομένως- κατέληξα με το φτωχό μου μυαλό- η καλύτερη και μάλλον μοναδική λύση για να καλυφθεί το διαβόητο δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ είναι η διάλυση και η επανίδρυσή της με όσους και όσο πραγματικά θέλουν κι είναι έτοιμοι να εμπλακούν στο εγχείρημα αυτό. Κι είναι ήδη δεδομένο ότι ούτε όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θέλουν ούτε είναι στον ίδιο βαθμό έτοιμες να εμπλακούν. Και τώρα προσπαθούν να διαχειριστούν τις παρενέργειες μιας καταναγκαστικής συνένωσης. Και καταναγκασμός προκύπτει όχι μόνο γιατί, κατά κανόνα, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποφεύγουν με κάθε τρόπο να θέσουν στην κρίση των κοινωνιών το ερώτημα, αλλά και γιατί, άπαξ και προχωρήσει η εμπλοκή, η απεμπλοκή από τον θεσμικό Λεβιάθαν είναι μια terra incognita, γεμάτη κινδύνους και παρενέργειες.

                                       ****

Άλαλα τα χείλη των ασεβών; Κάπως έτσι. Άκουσα στη συνέχεια ποικίλες «αφηγήσεις» για το δημοκρατικό πρόβλημα της ΕΕ- επιμένω, της ΕΕ, διότι η Ευρώπη είναι μια έννοια πολύ ευρύτερη, που κακώς τη μονοπωλεί η διακρατική ένωση των 28 της ΕΕ και των 18 της Ευρωζώνης-, για το πώς η ΕΕ «από εξαγωγός της δημοκρατίας έγινε πρόβλημα για την ίδια τη δημοκρατία», για το ότι το δημοκρατικό πρόβλημα της ΕΕ δεν οφείλεται στην κρίση, αλλά στο γεγονός ότι «την περίοδο της ευμάρειας συμπεριφερθήκαμε με ναρκισσιστική, εθνικιστική ή ευρωπαϊκή αυταρέσκεια», για το έλλειμμα γνώσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης γύρω από τα τεκταινόμενα στην ΕΕ, για το αν η ΕΕ συμπεριφέρεται ως σύμμαχος ή ως τοκογλύφος και τέλος για το γεγονός ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σχέδιο για την ΕΕ, αλλά ένα γερμανικό σχέδιο που καταστρέφει και τη δημοκρατία και την οικονομία στην ΕΕ.

Όλα αυτά θα είχαν κάποια σημασία υπό κανονικές συνθήκες. Αυτά που είπα εγώ, αυτά που είπαν οι άλλοι, κινούμενοι ανάμεσα σε «ευρωπαϊστικά» και «ευρωσκεπτικιστικά στερεότυπα. Θα είχαν κάποια σημασία αν δεν είχαν συμβεί όσα έχουν συμβεί στην ΕΕ, αν δεν είχαν επιβληθεί αυτά που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα και στις άλλες μνημονιακές χώρες, αν δεν είχε διαμορφωθεί αυτό το ακραίο καθεστώς έκτακτης ανάγκης χωρίς ημερομηνία λήξης, αν η ίδια η δημοκρατία, αυτή η κουτσή κι ανάπηρη δημοκρατία των εκπροσώπων, δεν ήταν υπό μερική (τουλάχιστον) αναστολή. Δεν είναι δυνατό να κουβεντιάσουμε «ψύχραιμα» για το μέλλον της ΕΕ, αν έχει μέλλον, δεν είναι δυνατό να προσποιηθούμε ότι δεν έχει συμβεί τίποτα στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατό να υποδυθούμε τους χαρούμενους, επιφυλακτικούς, δύσθυμους ή οργισμένους Ευρωπαίους που απλώς θα πάνε στην κάλπη στις 25 Μαΐου για να «δράσουν, να αντιδράσουν, να επηρεάσουν», όπως λέει το σλόγκαν της διαφημιστικής καμπάνιας. Γιατί πολύ απλά στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία καταγράφηκε η πιο ευρεία δράση και αντίδραση στις ευρωπαϊκές πολιτικές, εξερράγη ο μεγάλος θυμός στην προσβλητική επίδειξη επικυριαρχίας από την ευρωπαϊκή ελίτ που συμπεριφέρθηκε ως πιστωτής- Σάιλοκ, και παρ’ όλα αυτά ο πάτερ φαμίλιας της μεγάλης «ευρωπαϊκής οικογένειας» επέβαλε τα «θέλω» του. Η δράση- αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας – όπως και της πορτογαλικής, της ισπανικής, της κυπριακής- κτύπησε πάνω σε ένα τείχος ακαμψίας και αδιαλλαξίας. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι πολύ απογοητευτικό για όσους αισιοδοξούν να επηρεάσουν μέσω της ψήφου τους.

Η ΕΕ έγινε πεδίο μιας αντιδημοκρατικής ακρότητας την τελευταία πενταετία και θα ήταν παράδοξο να μην απειλείται από τα επίχειρα αυτής της ακρότητας, είτε πάρουν τη μορφή της μεγάλης αποχής, είτε της εθνικιστικής και ακροδεξιάς αναδίπλωσης. Γιατί στην πενταετία της κρίσης ακόμη και οι πιο καλόπιστοι κατάλαβαν ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΕ, και πάντως αυτός δεν ήταν ούτε οι εκπρόσωποι, ούτε πολύ περισσότερο οι εκπροσωπούμενοι. Το να προσπαθεί κανείς να ορθολογικοποιήσει αυτό που συνέβη στις μνημονιακές χώρες, το να προσπαθεί να δώσει δημοκρατική πατίνα  στην κατάσταση εξαίρεσης από το ήδη προβληματικό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, το να προσπαθεί να βαφτίσει δημοκρατία τον αυταρχισμό είναι θλιβερός πολιτικός αυτισμός. Στις 26 Μαΐου θα ψάχνουν πάλι το «δημοκρατικό έλλειμμα» στην ΕΕ για μερικούς μήνες, κι ύστερα θα το ξεχάσουν για πέντε χρόνια.

                                  *****

Αυτά που στο δικό μου βλέμμα και πολλών άλλων μπορεί να φαίνονται ορατά και αυτονόητα, ίσως ακούγονται σαν κραυγές εξωτικών πλασμάτων στ’ αυτιά των ανθρώπων που πλαισιώνουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη γραφειοκρατία τους. Είναι ένας πολυάνθρωπος μηχανισμός που κινείται και βιοπορίζεται ανάμεσα στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, τη Φρανκφούρτη και όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζει σε ένα αποστειρωμένο και υπερπροστατευμένο περιβάλλον, μαθαίνει την σκληρή καθημερινότητα των πιο αδύναμων Ευρωπαίων μόνο μέσα από εκθέσεις και αριθμούς, συχνά εξωραϊσμένη ή στρογγυλεμένη, κι έχει έναν δικό κώδικα με τον οποίο νοηματοδοτεί την πραγματικότητα, όχι τόσο συμβατό με τη βιωμένη πραγματικότητα των απλών ανθρώπων. Πάνω από 40.000 άνθρωποι που απαρτίζουν τη ευρωπαϊκή διοικητική μηχανή πασχίζουν να συντηρήσουν αυτή την εικονική πραγματικότητα υπερκράτους, αλλά συχνά είναι αδύνατο να συντηρήσουν κάτι περισσότερο από τη δική τους πραγματικότητα, κατά κανόνα γενναιόδωρα αμειβόμενη, εκτός του κανόνα της γενικευμένης λιτότητας, και πάντως σε επίπεδα αξιοπρέπειας. Της ίδιας που έχουν στερηθεί οι Γερμανοί των mini jobs, οι Έλληνες νέοι εργαζόμενοι των 480 ευρώ μικτά, οι άνεργοι των 360 ευρώ, οι Βούλγαροι μισθωτοί των 150 ευρώ.


Η ΕΕ έχει κόψει τις σχέσεις της με την επαγγελία της ευημερίας, του κακού η σκάλα μοιάζει να μην έχει τελευταίο σκαλί και το ερώτημα σε λίγο δεν θα είναι ποιος κάνει κουμάντο σ’ αυτή την ένωση, αλλά αν διαθέτει προορισμό, ή έστω, μια ασφαλή έξοδο κινδύνου. Εξ ού και η φωτογραφία από την αριστουργηματική Grande Belezza του Σορεντίνο, με την απαράμιλλη ατάκα για το τρενάκι χωρίς προορισμό. Ο ήρωας της ταινίας το είπε για τη Ρώμη, ισχύει και για τη "θεσμική Ευρώπη".
Πηγή
=====================
Με τα βασανιστήρια της κόλασης που αναπαριστώνται στα έργα του Ιερώνυμου Μπους συνοδεύει ο βρετανικός Economist άρθρο του για τις επικείμενες ευρωεκλογές, «προσγειώνοντας» στο πλάνο ακροδεξιούς και ευρωσκεπτικιστές έτοιμους να «κατασπαράξουν» ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αύξηση του λαϊκισμού απειλεί να πυροδοτήσει εκ νέου την κρίση, αναφέρει ο Economist και παραθέτει εκ νέου την αγγλοσαξωνική θέση: επιστροφή εξουσιών στα εθνικά Κοινοβούλια.

Ο Φρανσουά Ολάντ στη γκιλοτίνα. Ο Ντέιβιντ Κάμερον στην πυρά. Η Άνγκελα Μέρκελ στην αγχόνη. Υποφέρουν τα βασανιστήρια της κόλασης. Και οι Μαρίν Λεπέν, Χεερτ Βίλντερς, Νάιτζελ Φάρατζ και Μπέπε Γκρίλο είναι έτοιμοι να τους «κατασπαράξουν»…


Σε άρθρο του με τίτλο «η Ευρώπη προσέρχεται στις κάλπες», ο Economist προβλέπει ότι η ευρωκάλπη της 25ης Μαΐου θα δώσει μια σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.

Το βρετανικό περιοδικό αναφέρεται στην οργή και την απογοήτευση των πολιτών της Ευρώπης, πολλοί εκ των οποίων έπειτα από τα χρόνια της κρίσης θα ήθελαν να στείλουν σύσσωμη την πολιτική τάξη στο πυρ το εξώτερον και να την υποβάλλουν σε βασανιστήρια.

Αλλά δεδομένου ότι ως είθισται η κάλπη δεν προσφέρει αυτή την επιλογή, αναφέρει στο γνωστό του ύφος ο Economist, το ποσοστό της αποχής μπορεί να χτυπήσει ρεκόρ, και πολλοί από εκείνους που θα προσέλθουν στην κάλπη θα στηρίξουν λαϊκιστικά και εξτρεμιστικά κόμματα.

Ευρέως αντιευρωπαϊκά κόμματα μπορεί να καταλάβουν πάνω από το ένα τέταρτο των εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο, αναφέρει η βρετανική επιθεώρηση σημειώνοντας πως το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, το ολλανδικό Κόμμα της Ελευθερίας και το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας μπορεί να συγκεντρώνουν μεγαλύτερα ποσοστά από ποτέ.

Αυτό θα προκαλέσει εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις, αλλά συνιστά επίσης κατηγορητήριο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα εγχείρημα που εκατομμύρια ψηφοφόροι έχουν φτάσει να συνδέουν με δυσκολίες και αποτυχία, επισημαίνει το περιοδικό.

Επισημαίνοντας πως έχει εξαφανιστεί, τουλάχιστον για την ώρα, ο κίνδυνος οι χρηματαγορές μπορεί να ανατινάξουν το ευρώ και την ΕΕ, και η εμπιστοσύνη στην ΕΕ μπορεί ελαφρώς να ανακάμπτει, ο Economist θέτει το ερώτημα: Αν οι πολιτικοί μπορούν να «κρατηθούν» λίγο ακόμα, μία αργή αλλά σταθερή ανάκαμψη δεν θα κερδίσει πίσω τους δυσαρεστημένους πολίτες;

«Όχι» είναι η απάντηση που δίνει το περιοδικό θεωρώντας ότι το χτύπημα που έχει δεχτεί η ΕΕ ίσως είναι μη αναστρέψιμο.

Η τελευταία κρίση μπορεί να έχει τελειώσει, αλλά έχει ενισχύσει μία βαθιά αντίφαση στην καρδιά της Ευρώπης -μεταξύ της ανάγκης των οικονομιών της ευρωζώνης για ολοκλήρωση και την απόρριψη της ενοποίησης αυτής από τους ψηφοφόρους.

Εάν ο λαϊκισμός συνεχίσει να αυξάνεται, ένα μέλος της ευρωζώνης θα μπορούσε να εκλέξει κυβέρνηση αποφασισμένη να σκίσει τους κανόνες και να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα. Αυτό θα πυροδοτούσε εκ νέου την κρίση του ευρώ -και οι πολιτικές αναταραχές μπορεί να αποδειχθούν πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν από ότι οι οικονομικές.

Η απήχηση των λαϊκιστών στις ευρωεκλογές εδράζεται κυρίως στην αυξημένη εχθρικότητα έναντι της ανάμειξης των Βρυξελλών στην εσωτερική διαχείριση των κρατών-μελών, αναφέρει ο Economist.

Η μάχη για τη διάσωση του ευρώ έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσιών σε τραπεζικά, φορολογικά ζητήματα και τις δαπάνες. Και ενώ οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Ευρωζώνης θέλουν να κρατήσουν το ευρώ, έχουν καταστήσει σαφές ότι αντιδρούν σε περισσότερο παρεισφρητικές πολιτικές εκ μέρους ΕΚΤ, Κομσιόν και Ευρωκοινοβουλίου.

Κάνοντας λόγο για έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, ο Economist αναφέρει ότι εάν η ΕΕ θέλει να την ανακτήσει δεν θα το επιτύχει μέσω της διάθεσης περισσότερων εξουσιών στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά μόνο μέσω της επιστροφής εξουσιών στα εθνικά Κοινοβούλια.

Παραθέτοντας εκ νέου την αγγλοσαξονική άποψη, η οποία κρατάει τη Βρετανία εκτός Ευρωζώνης, ο Economist επιμένει πως το Ευρωκοινοβούλιο πρέπει να υποβαθμιστεί και μεγαλύτερος δημοκρατικός έλεγχος να δοθεί στα εθνικά Κοινοβούλια. «Εάν η ΕΕ είναι να επιβιώσει, πρέπει να δώσουν τις εξουσίες πίσω στους λαούς» καταλήγει.


πηγή: sofokleous10.gr

Σχόλια