του Γιώργου Καραμπελιά
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. την οποία επιδιώκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και η οποία εγκαινιάσθηκε το 1980 αποτελεί συνέπεια δύο βασικών γεωπολιτικών δεδομένων. Πρώτον, του χωρισμού της Ευρώπης σε ανατολικό και δυτικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί μέχρι το 1989 τη μοναδική χώρα που ανήκε στη δυτική συμμαχία και το ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική Ευρώπη έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών που ανήκαν είτε στο σύμφωνο της Βαρσοβίας, είτε στους αδέσμευτους (Γιουγκοσλαβία), είτε συμμαχούσαν με την «μακρινή κόκκινη Κίνα» (η Αλβανία του Εμβερ Χότζα).
Ο χωρισμός των Βαλκανίων ανάμεσα σε μια «δυτική» Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες απέκλειε λίγο πολύ μια βαλκανική στρατηγική, τέτοια που προσπάθησε να αναπτύξει ο Παπαναστασίου από το 1930. Το δεύτερο γεωπολιτικό δεδομένο το οποίο επιτείνεται μετά το 1974 την κατοχή της Β. Κύπρου από την Τουρκία και την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, είναι η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής μέσω της προσφυγής σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή συμμαχία. Στρατηγική που ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις προσπάθειες του Κων. Καραμανλή και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε με την Γαλλία στην δεκαετία του ’70.
Τέλος, και ίσως αποφασιστικότερης σημασίας, η παρασιτική φύση του κεφαλαίου έναντι της Δύσης βαθειά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, ολοκλήρωνε τον «μονόδρομο» της στροφής προς την Ε.Ε. Και όλα αυτά παρ’ ότι ήταν προφανές πως η ένταξη αυτή θα είχε αρνητικές συνέπειες ιδιαίτερα για την ελληνική βιομηχανική παραγωγή η οποία καλούνταν να ανταγωνιστεί χωρίς δασμολογική προστασία τις πολύ ισχυρότερες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες.
Ωστόσο, κατ’ εξοχήν το γεγονός της δραματικής και βίαιης επανεμφάνισης της τουρκικής επιθετικότητας μετά το 1974, παρέσυρε οποιαδήποτε αντίθετη άποψη. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το οποίο είχε ταχθεί ενάντια στη ΕΟΚ (είναι γνωστό το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο») προσαρμόστηκε εν τέλει σ’ αυτή τη νέα «εθνική» στρατηγική απέναντι στην οποία αντιτασσόταν μόνο το ΚΚΕ – αντίθεση που θεωρούνταν ιδιοτελής εξαιτίας της προσκόλλησής του στην Σοβιετική Ένωση και τα συμφέροντά της.
Η ένταξη στην ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά από λίγα χρόνια) μετέβαλε ριζικά την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Αποσυνέθεσε σταδιακά την ελληνική βιομηχανία και μετέβαλε την αγροτική παραγωγή σε έναν επιδοτούμενο τομέα που προσέφερε μεν εισόδημα και ανέβασε το βιοτικό επίπεδο των αγροτών, με τίμημα όμως τη σταδιακή μεταβολή τους σε παράσιτα της ευρωπαϊκής οικονομικής μηχανής. Η ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα το τραπεζιτικό σύστημα «εκσυγχρονίστηκαν», οι Έλληνες είδαν μία άνοδο των εισοδημάτων του τριτογενή τομέα, και μία ενίσχυση του καταναλωτικού τους επιπέδου. Ωστόσο, αυτός ο παρασιτικός «εκσυγχρονισμός» στηριζόταν σ’ ένα συνεχώς διογκούμενο δανεισμό, και την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους με δανεικά, χωρίς να θιγούν ουσιαστικά τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που συνέχιζαν να αναπαράγουν τη θέση τους μέσω της φοροδιαφυγής και της εκτεταμένης φυγής των κεφαλαίων. Βέβαια, η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου μετά το 1989 και η γενικευμένη τάση όλων των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών να προσδεθούν στην Ε.Ε., μετέβαλε την Ελλάδα σε μια ευρωπαϊκή «όαση» «ευημερίας στην νοτιοανατολική Ευρώπη και ενίσχυσε της φιλοευρωπαϊκές τάσεις. Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργήσει και η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ η οποία λειτουργούσε ως παράγοντας αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας. Εξάλλου, η αθρόα είσοδος μεταναστών από την καταρρεύσασα ανατολική Ευρώπη, η εγκαινίαση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και μια ροή άφθονου και άκοπου χρήματος προς τις ελληνικές ψευδοελίτ και τελευταίο αλλά όχι ελάχιστο η μεταφορά του κέντρου βάρους της χρηματοδότησης εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, δημιούργησε μία ευρύτατη και πρωτοφανή φιλοευρωπαϊκή συναίνεση στο σύνολο των νέων και των παλαιών ελίτ.
Το κλεπτοκρατικό σύστημα τροφοδοτούνταν πλέον από το «χρήμα των Βρυξελλών» με αντίτιμο την αυξανόμενη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Αυτή η διαδικασία θα γνωρίσει ένα νέο τεράστιο άλμα προς τα εμπρός με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, η οποία δεν ανταποκρινόταν σε καμιά ζωτική ανάγκη της οικονομίας ή των γεωπολιτικών συμφερόντων μας. Αντίθετα θα μας αφαιρέσει τη δυνατότητα της προσαρμογής στον οικονομικό κύκλο και στην αντιμετώπιση του ανταγωνισμού πολύ ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Το ευρώ βοήθησε μόνο τον δανεισμό που έγινε πολύ ευκολότερος και την πάρα πέρα παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι στην δεκαετία του 2000 οι Έλληνες μπορούσαν να νοιώθουν πλέον «δυτικοευρωπαίοι». Μπορούσαν να ταξιδεύουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη χωρίς διαβατήριο και αλλαγή συναλλάγματος, να καταναλώνουν ταυτόχρονα με τους Παριζιάνους τα τελευταία δημιουργήματα της μόδας και να αγοράζουν φτηνώτερα αυτοκίνητα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και η κατάκτηση του Euro στο ποδόσφαιρο, αποτέλεσαν το απόγειο αυτής της ευφορίας παρασιτικού χαρακτήρα. Η αριστερά συμμετείχε στις ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις στη Γένοβα, στη Βαρκελώνη, στις Βρυξέλλες, στην Πράγα, οργάνωνε συγκεντρώσεις του ευρωπαϊκού φόρουμ στη Θεσσαλονίκη και δεν διανοούνταν πλέον παρά μόνο ένα αποκλειστικά δυτικοευρωπαϊκό μέλλον. Γι’ αυτό θα στρέφεται βίαια ενάντια σε κάθε «εθνικιστική» παρέκκλιση ταυτιζόμενη με τις αξίες της Δύσης. Εξ ού και η αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα, η εγκατάλειψη της παράδοσης, η γενικευμένη πολιτιστική αλλοτρίωση της νεολαίας.
Η γερμανική Ευρώπη και η κρίση
Το 2009 θα έλθει λοιπόν η ώρα μιας αναπάντεχης κρίσης που έπιασε στον ύπνο τους πάντες. Και όμως οι προϋποθέσεις είχαν ήδη συγκεντρωθεί. Η Ελλάδα, δεν αποτελεί πλέον για τη γερμανοκεντρική Ευρώπη παρά μία ανατολικομεσογειακή απόφυση, μια και η διεύρυνση της ΕΕ προς Ανατολάς μας είχε αφαιρέσει το ρόλο της βιτρίνας της Δύσης στα Βαλκάνια και την Ανατολή. Η κατάρρευση και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης εξάλλου, μείωσαν την γεωπολιτική της σημασία ως προμαχώνα έναντι της σοβιετικής διείσδυσης, ενώ το οικονομικό βάρος της περιοχής μετακινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Γι’ αυτό και η νέα γλώσσα της Γερμανίας και της ευρωπαϊκής επιτροπής έναντι της Ελλάδας.
Η ίδια η Ε.Ε. είχε πλέον μεταβληθεί ριζικά. Η αρχική ευρωπαϊκή κοινότητα των έξι χωρών είχε μεταβληθεί σε έναν γίγαντα είκοσι εφτά χωρών, με πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια κατοίκους, οικοδομημένη σε δύο ομόκεντρες ζώνες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις δεκαεφτά χώρες της ευρωζώνης με πυρήνα τους τη νέα ενιαία Γερμανία που υποκατέστησε το ισχυρό μάρκο με το ισχυρό ευρώ. Η γερμανική ενοποίηση είχε πλέον μεταβάλει και τα γεωπολιτικά δεδομένα στην Ευρώπη. Μέχρι το 1989, τέσσερεις χώρες με ταυτόσημο πληθυσμιακό βάρος και λίγο πολύ ανάλογο οικονομικό βάρος, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία (με πληθυσμούς εξήντα εκατομμυρίων η καθεμία και ΑΕΠ λίγο πολύ ισοϋψές) εξασφάλιζαν μία πολυμέρεια στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση που είχε σαν κέντρο της τον άξονα Βόννης-Παρισίων. Σε αυτή την Ευρώπη η συμμετοχή των εθνών κρατών ήταν λίγο πολύ τυπικά ισότιμη με δικλείδες ασφαλείας που ενίσχυαν τις μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες (ισχυρότερη αντιπροσώπευσή τους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, αρχή της ομοφωνίας ή της πλειοψηφία κρατών στη λήψη αποφάσεων κ.λπ.). Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε το αντίπαλο σοβιετικό δέος, ενοποιήθηκε η Γερμανία και άρχισε η κούρσα της παγκοσμιοποίησης, τα δεδομένα μεταβλήθηκαν δραματικά:
Η Γερμανία μεταβάλλεται και πάλι σε μια πρωσική αυτοκρατορική δύναμη (εξάλλου η πρωτεύουσά της μεταφέρεται στο Βερολίνο), ενώ στα ανατολικά της ανοίγεται μια αγορά εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων. Μεταβάλλεται στην κεντρική δύναμη της νέας αυτής Ευρώπης που θα της προσφέρει τα μεγέθη για να μπορεί να ανταγωνιστεί ισότιμα τις άλλες μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα, κ.λπ.). Το Μάαστριχτ, το ευρωπαϊκό σύνταγμα, το ευρώ και η ευρωζώνη αποτελούν τους αναβαθμούς της οικοδόμησης αυτής της νέας αυτοκρατορικής γερμανικής Ευρώπης, την οποία η Γερμανία βλέπει να οικοδομείται σε δύο ή ίσως και τρεις ζώνες. Μία ζώνη του πυρήνα της Β. Ευρώπης στην οποία θα συμμετέχει και η υποταγμένη αλλά ακόμα πυρηνική δύναμη Γαλλία και μία δεύτερη που θα περιλαμβάνει τις χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης, είτε συμμετέχουν είτε όχι στην ευρωζώνη, καθώς και –υπέρτατη ύβρη για τις ΗΠΑ– τη Μεγάλη Βρετανία.
Η οικονομική κρίση, απετέλεσε την ευκαιρία και την στιγμή για να διευκρινιστούν και να οριστούν αυτά τα νέα πεδία. Η γερμανική στρατηγική αντιμετώπισε ένα νέο πρόβλημα. Ενώ η ανατολική Ευρώπη βρίσκεται εκτός της ζώνης του ευρώ και επομένως τα δημοσιονομικά προβλήματά τους δεν επηρεάζουν άμεσα τον ευρωπαϊκό πυρήνα, αντίθετα οι χώρες της νότιας Ευρώπης ως επιβίωση μιας παλιότερης εποχής βρίσκονται στο εσωτερικό της και επηρεάζουν αποφασιστικά το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Για τους Γερμανούς πρόκειται για μία απαράδεκτη «επιβίωση» μιας παλιάς Ευρώπης των εθνών-κρατών. Διότι το αυτοκρατορικό σχήμα επιτάσσει τον διαχωρισμό μεταξύ των ζωνών του κέντρου και της περιφέρειας.
Η παρουσία λοιπόν της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα, αποτελούσε μια πρωτοφανή παραφωνία για τη γερμανική πολιτική (γι’ αυτό και η Μέρκελ θα κατηγορήσει τον Σρέντερ και τους σοσιαλδημοκράτες ότι την άφησαν κακώς να εισέλθει στην ζώνη του ευρώ). Η αρχική στρατηγική των Γερμανών το 2010, όπως το αναγνώρισε ο Σόιμπλε, στόχευε στην εκδίωξη της Ελλάδας και την μετάθεσή της στη δεύτερη ευρωπαϊκή ζώνη. Εν τέλει όμως αυτό δεν μπόρεσε να το επιτύχει κυρίως λόγω της αλλαγής των γεωπολιτικών δεδομένων στην περιοχή. Η άρνηση των Τούρκων να επιτρέψουν τη χρήση του τουρκικού εδάφους για την επίθεση στο Ιράκ, η σύγκρουση της Τουρκίας με το Ισραήλ, η αυξανόμενη αναταραχή που έφερε η «αραβική άνοιξη» σε όλη την περιοχή, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και κ.ο.κ. μετέβαλαν τα γεωπολιτικά δεδομένα.
Ο συμβιβασμός έγινε πάνω στην πλάτη μας
Οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν καθόλου την είσοδο και της Ελλάδας σε μια εποχή αβεβαιότητας, την οποία θα προκαλούσε ούτως ή άλλως η εκδίωξή της από την ευρωζώνη σε συνθήκες αναταραχής και πανικού, στο βαθμό μάλιστα, που ανάλογη έτεινε να είναι και η στάση του εβραϊκού λόμπι. Έτσι, πραγματοποιήθηκε ένας συμβιβασμός μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών που εκφράστηκε από έναν άνθρωπο των Αμερικανών τον Γιώργο Παπανδρέου και τη συγκρότηση της τρόικας και τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Η Ελλάδα θα παρέμενε στην ευρωζώνη με τίμημα όμως μια εσωτερική υποτίμηση χωρίς ιστορικό προηγούμενο και την μεταβολή της σε αποικία χρέους των Γερμανών.
Ένας τέτοιος συμβιβασμός είναι προς όφελος και των υπόλοιπων νότιων χωρών και της Γαλλίας διότι διατηρεί στο εσωτερικό της ευρωζώνης εκείνες τις δυνάμεις που θα επιτρέψουν πιθανώς στο μέλλον μια αναμέτρηση με τις αυτοκρατορικές διαθέσεις της Γερμανίας! Πολλοί υποστηρίζουν πως οι Γερμανοί υποχώρησαν από τη στρατηγική της εκδίωξης της Ελλάδας, διότι φοβούνταν ένα πιθανό ντόμινο που θα οδηγούσε σε κρίση το σύνολο της Ευρωζώνης και θα εξαπλωνόταν πιθανώς στην Ισπανία, την Πορτογαλία ή ακόμα και την Ιταλία. Εν τούτοις, εάν η Γερμανία ήθελε να εκκαθαρίσει την ευρωζώνη από τα ξερά κλαδιά, δεν μπορούσε να φοβηθεί μία τέτοια κρίση που θα οδηγούσε σε μια στενότερη και «υγιή» ευρωζώνη, ενώ θα κρατούσε τις υπόλοιπες χώρες του νότου και κατ’ εξοχή την Ελλάδα σε μία δορυφορική θέση στο εσωτερικό της ενωμένης Ευρώπης. Οι μόνοι που αντιδρούσαν σθεναρά εκείνη την εποχή σε μια τέτοια κρίση, ήταν οι Γάλλοι των οποίων η οικονομία κινδύνευε να συμπαρασυρθεί στη δίνη της κρίσης. Γι’ αυτό, και ενώ έβαλαν φραγμό στην εκδίωξη της Ελλάδας, όπως και οι Αμερικανοί συμφώνησαν εν συνεχεία να αφήσουν στους Γερμανούς το «ελεύθερο» στο χειρισμό του ελληνικού ζητήματος στο εσωτερικό της Ευρωζώνης (εξού και η μη συμμετοχή τους στην τρόικα, η αποδοχή των Ράινχεμπαχ και Φούχτελ ως αντιπρόσωπων της ΕΕ στην Ελλάδα κ.ο.κ.).
Οι Γερμανοί έχοντας υποχωρήσει σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν μείζον, δηλαδή την εκδίωξη της Ελλάδας, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν καμία περαιτέρω παραχώρηση, και θέλουν να μας γονατίσουν, χρησιμοποιώντας τα κρατικά πλέον δάνεια (το χειρότερο μνημονιακό έγκλημα των Παπαδήμου-Βενιζέλου– Σαμαρά υπήρξε η αποδοχή του PSI και η μεταβολή δανείων ιδιωτικών, σε ελληνικό δίκαιο και σε μεγάλο βαθμό εσωτερικού χαρακτήρα, προς έλληνες ομολογιούχους, σε Ελλάδα και Κύπρο, σε δανεισμό έναντι ξένων κρατών!). Γι’ αυτό και επιμένουν σε ένα ακόμα μνημόνιο ώστε να κρατήσουν τη χώρα όσο το δυνατόν περισσότερο δεμένη στο άξονά τους, αφού εξάλλου στο μεταξύ έχουν εξοντώσει και την κυπριακή οικονομία που αποτελούσε ένα παράθυρο της Ρωσίας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η σύγκρουση με τους Γερμανούς όχι μόνο δεν θα λάβει τέλος, αλλά θα συνεχιστεί και θα πάρει και γεωπολιτικές διαστάσεις μια και η Γερμανία και πάλι αναβαθμίζει τις σχέσεις της με την Τουρκία (πράγμα στο οποίο θα συμβάλει και η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στην νέα κυβέρνηση) ενώ η λυκοφιλία με τον Πούτιν ίσως σύντομα λάβει τέλος στην ουκρανική σύγκρουση.
Οι προϋποθέσεις και η στρατηγική της αντίστασης
Η Ελλάδα επομένως, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία στρατηγική οικοδόμησης της Ευρώπης και σε ένα νόμισμα, εχθρικά σε αυτή και τα συμφέροντά της. Κατά συνἐπεια, θα πρέπει να παλέψει για να απεγκλωβιστεί. Πως όμως μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Κατ’ αρχάς επειδή και η οικονομική και η κοινωνική και η γεωπολιτική μας κατάσταση είναι εξαιρετικά αρνητικές, όλες μας οι κινήσεις πρέπει να είναι βαθύτατα μελετημένες και να στηρίζονται σε μια βαθιά συναίνεση του ελληνικού λαού:
Πρώτον, στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αλλάξουμε το οικονομικό μοντέλο του παρασιτισμού προς μία κατεύθυνση μεγαλύτερης αυτονομίας.
Δεύτερο, θα πρέπει να διευρύνουμε τις γεωπολιτικές συμμαχίες μας με άλλες δυνάμεις τόσο στο νότο της Ευρώπης, όσο στα Βαλκάνια και στην ανατολική Ευρώπη καθώς και στη Μ. Ανατολή.
Σε ότι αφορά στο ευρώ και την Ε.Ε. η αποδέσμευσή μας θα πρέπει να αρχίσει από την άρνηση των νέων μέτρων εσωτερικής υποτίμησης που επιτάσσει η γερμανική στρατηγική (που δεν έχει πάψει να επιδιώκει έμμεσα την εκδίωξη της Ελλάδας) και τη σταδιακή αναζήτηση συμμαχιών σε δυνάμεις που τα επόμενα χρόνια θα αμφισβητήσουν το ευρώ είτε ως κοινό νόμισμα, είτε ως ευρώ ταυτισμένο με τη γερμανική πολιτική. Ήδη, στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, πληθαίνουν οι φωνές που τάσσονται ενάντια στο ευρώ και οι προσεχείς ευρωεκλογές θα αποτελέσουν μάλλον μια διατράνωση της θέλησης των ευρωπαϊκών λαών να αντιταχθούν στην αυτοκρατορική Γερμανία. Ακόμα και στην τόσο φιλοευρωπαϊκή Γαλλία σε πρόσφατη δημοσκόπηση για πρώτη φορά πάνω από το 60% των Γάλλων θεωρούν την επίδραση της Ευρώπης αρνητική για τη γαλλική οικονομία και κοινωνία. Ενώ, τα κόμματα που τάσσονται εναντίον του ευρώ είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά ενισχύονται σε όλες τις χώρες. Ο ακροαριστερός Ιταλός φιλόσοφος Τζορτζιο Αγκαμπέν, μίλησε πρόσφατα για μια «λατινική αυτοκρατορία» μεταξύ των χωρών του Νότου και της Β. Αφρικής σε αντιπαράθεση με τη γερμανική Ευρώπη.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι πολύ σύντομα η Ελλάδα θα έχει βγει από την «καραντίνα», στην οποία την είχαν θέσει μετά από γερμανική πίεση οι υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης, και η πάλη ενάντια στο γερμανικό ευρώ θα γίνει όλο και πιο έντονη. Το γεγονός εξάλλου, ότι εμφανίστηκε ήδη στη Γερμανία ένα κόμμα που ζητάει την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ, και υποστηρίζεται από την ένωση Γερμανών βιομηχάνων, καταδεικνύει πως οι πιθανές λύσεις είναι ακόμα άδηλες και το μόνο σίγουρο είναι πως το ευρώ θα μπει σε κρίση.
Όπως έχουμε καταδείξει πολλές φορές, μία βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της γερμανικής στρατηγικής, ήταν και παραμένει η συμμαχία (συμφέροντος και όχι αγάπης βέβαια) με τη Ρωσία. Η Ρωσία προμηθεύει πρώτες ύλες και κυρίως καύσιμα στη Γερμανία και αγοράζει από αυτήν μηχανήματα και καταναλωτικά προϊόντα με τα χρήματα που εισπράττει από την πώληση ενέργειας. Τι πιο συμβολικό άλλωστε από το γεγονός ότι ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Σρέντερ έγινε οικονομικός σύμβουλος και αντιπρόσωπος της Γκάζπρομ. Ωστόσο, όσο αναπτύσσεται το Ντραγκ ναχ όστεν της Γερμανίας και όσο ανασυγκροτείται η ρωσική βιομηχανία και οικονομία, τα συμφέροντα αρχίζουν να αποκλίνουν όλο και περισσότερο. Και αν επιβεβαιωθεί η σύγκρουση του Νοεμβρίου γύρω από την Ουκρανία (για το εάν θα προσχωρήσει δηλαδή σε σύνδεση με την Ε.Ε. ή στην «κοινή αγορά» Λευκορωσίας-Ρωσίας και Καζακστάν θα κρίνει εν πολλοίς το μέλλον το γερμανορωσικών σχέσεων. Η Ρωσία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δεχθεί μία Ουκρανία ενταγμένη στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως και αιτία πολέμου (τουλάχιστον διπλωματικού οικονομικού και πολιτικού). Εξάλλου, ήδη η Ρωσία πλήρωσε ακριβά τη φιλία της με τη Γερμανία στην Κύπρο.
Αυτές οι συνθήκες, η εσωτερική ενδυνάμωση, και η διαμόρφωση πατριωτικών πολιτικών κινημάτων που έχουν συνείδηση των διακυβευμάτων του ελληνισμού καθώς και η ανάπτυξη σχέσεων τόσο στο εσωτερικό της Ευρώπης, όσο και προς τα ανατολικά και προς νότια, αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή ανάκτηση της αυτονομίας μας που κάποια στιγμή θα οδηγήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στην απομάκρυνση/αποδέσμευση από το γερμανικό ευρώ.
Είτε –αν φτάσουμε στο αμήν και με τη συναίνεση του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας– μονομερώς, είτε σε συμφωνία μαζί με άλλες χώρες της ευρωζώνης, είτε μέσα από την απομάκρυνση της Γερμανίας από το ευρώ, ή τέλος πάντων μέσα από την αποτυχία της αυτοκρατορικής γερμανικής στρατηγικής, θα πρέπει να ανακτήσουμε τα στοιχειώδη όπλα της οικονομικής και πολιτικής μας αυτονομίας, επομένως και ένα νόμισμα που να μπορεί να μπει στην υπηρεσία της οικονομίας μας. Αυτό στο βάθος χρόνου σημαίνει και μία διαφορετική αντίληψη για την Ευρώπη. Έχουμε επαναλάβει χιλιάδες φορές, πως για μας μια ενιαία Ευρώπη, θα σήμαινε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, με ισότιμη συμμετοχή όλων των λαών και τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου στο εσωτερικό της. Και προφανώς έχοντας απεγκλωβιστεί από ατλαντικούς επιθετικούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, και έχοντας δημιουργήσει έναν νέο οργανισμό συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης – της όλης Ευρώπης. Πηγή
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. την οποία επιδιώκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και η οποία εγκαινιάσθηκε το 1980 αποτελεί συνέπεια δύο βασικών γεωπολιτικών δεδομένων. Πρώτον, του χωρισμού της Ευρώπης σε ανατολικό και δυτικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί μέχρι το 1989 τη μοναδική χώρα που ανήκε στη δυτική συμμαχία και το ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική Ευρώπη έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών που ανήκαν είτε στο σύμφωνο της Βαρσοβίας, είτε στους αδέσμευτους (Γιουγκοσλαβία), είτε συμμαχούσαν με την «μακρινή κόκκινη Κίνα» (η Αλβανία του Εμβερ Χότζα).
Ο χωρισμός των Βαλκανίων ανάμεσα σε μια «δυτική» Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες απέκλειε λίγο πολύ μια βαλκανική στρατηγική, τέτοια που προσπάθησε να αναπτύξει ο Παπαναστασίου από το 1930. Το δεύτερο γεωπολιτικό δεδομένο το οποίο επιτείνεται μετά το 1974 την κατοχή της Β. Κύπρου από την Τουρκία και την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, είναι η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής μέσω της προσφυγής σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή συμμαχία. Στρατηγική που ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις προσπάθειες του Κων. Καραμανλή και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε με την Γαλλία στην δεκαετία του ’70.
Τέλος, και ίσως αποφασιστικότερης σημασίας, η παρασιτική φύση του κεφαλαίου έναντι της Δύσης βαθειά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, ολοκλήρωνε τον «μονόδρομο» της στροφής προς την Ε.Ε. Και όλα αυτά παρ’ ότι ήταν προφανές πως η ένταξη αυτή θα είχε αρνητικές συνέπειες ιδιαίτερα για την ελληνική βιομηχανική παραγωγή η οποία καλούνταν να ανταγωνιστεί χωρίς δασμολογική προστασία τις πολύ ισχυρότερες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες.
Ωστόσο, κατ’ εξοχήν το γεγονός της δραματικής και βίαιης επανεμφάνισης της τουρκικής επιθετικότητας μετά το 1974, παρέσυρε οποιαδήποτε αντίθετη άποψη. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το οποίο είχε ταχθεί ενάντια στη ΕΟΚ (είναι γνωστό το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο») προσαρμόστηκε εν τέλει σ’ αυτή τη νέα «εθνική» στρατηγική απέναντι στην οποία αντιτασσόταν μόνο το ΚΚΕ – αντίθεση που θεωρούνταν ιδιοτελής εξαιτίας της προσκόλλησής του στην Σοβιετική Ένωση και τα συμφέροντά της.
Η ένταξη στην ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά από λίγα χρόνια) μετέβαλε ριζικά την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Αποσυνέθεσε σταδιακά την ελληνική βιομηχανία και μετέβαλε την αγροτική παραγωγή σε έναν επιδοτούμενο τομέα που προσέφερε μεν εισόδημα και ανέβασε το βιοτικό επίπεδο των αγροτών, με τίμημα όμως τη σταδιακή μεταβολή τους σε παράσιτα της ευρωπαϊκής οικονομικής μηχανής. Η ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα το τραπεζιτικό σύστημα «εκσυγχρονίστηκαν», οι Έλληνες είδαν μία άνοδο των εισοδημάτων του τριτογενή τομέα, και μία ενίσχυση του καταναλωτικού τους επιπέδου. Ωστόσο, αυτός ο παρασιτικός «εκσυγχρονισμός» στηριζόταν σ’ ένα συνεχώς διογκούμενο δανεισμό, και την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους με δανεικά, χωρίς να θιγούν ουσιαστικά τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που συνέχιζαν να αναπαράγουν τη θέση τους μέσω της φοροδιαφυγής και της εκτεταμένης φυγής των κεφαλαίων. Βέβαια, η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου μετά το 1989 και η γενικευμένη τάση όλων των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών να προσδεθούν στην Ε.Ε., μετέβαλε την Ελλάδα σε μια ευρωπαϊκή «όαση» «ευημερίας στην νοτιοανατολική Ευρώπη και ενίσχυσε της φιλοευρωπαϊκές τάσεις. Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργήσει και η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ η οποία λειτουργούσε ως παράγοντας αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας. Εξάλλου, η αθρόα είσοδος μεταναστών από την καταρρεύσασα ανατολική Ευρώπη, η εγκαινίαση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και μια ροή άφθονου και άκοπου χρήματος προς τις ελληνικές ψευδοελίτ και τελευταίο αλλά όχι ελάχιστο η μεταφορά του κέντρου βάρους της χρηματοδότησης εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, δημιούργησε μία ευρύτατη και πρωτοφανή φιλοευρωπαϊκή συναίνεση στο σύνολο των νέων και των παλαιών ελίτ.
Το κλεπτοκρατικό σύστημα τροφοδοτούνταν πλέον από το «χρήμα των Βρυξελλών» με αντίτιμο την αυξανόμενη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Αυτή η διαδικασία θα γνωρίσει ένα νέο τεράστιο άλμα προς τα εμπρός με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, η οποία δεν ανταποκρινόταν σε καμιά ζωτική ανάγκη της οικονομίας ή των γεωπολιτικών συμφερόντων μας. Αντίθετα θα μας αφαιρέσει τη δυνατότητα της προσαρμογής στον οικονομικό κύκλο και στην αντιμετώπιση του ανταγωνισμού πολύ ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Το ευρώ βοήθησε μόνο τον δανεισμό που έγινε πολύ ευκολότερος και την πάρα πέρα παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι στην δεκαετία του 2000 οι Έλληνες μπορούσαν να νοιώθουν πλέον «δυτικοευρωπαίοι». Μπορούσαν να ταξιδεύουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη χωρίς διαβατήριο και αλλαγή συναλλάγματος, να καταναλώνουν ταυτόχρονα με τους Παριζιάνους τα τελευταία δημιουργήματα της μόδας και να αγοράζουν φτηνώτερα αυτοκίνητα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και η κατάκτηση του Euro στο ποδόσφαιρο, αποτέλεσαν το απόγειο αυτής της ευφορίας παρασιτικού χαρακτήρα. Η αριστερά συμμετείχε στις ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις στη Γένοβα, στη Βαρκελώνη, στις Βρυξέλλες, στην Πράγα, οργάνωνε συγκεντρώσεις του ευρωπαϊκού φόρουμ στη Θεσσαλονίκη και δεν διανοούνταν πλέον παρά μόνο ένα αποκλειστικά δυτικοευρωπαϊκό μέλλον. Γι’ αυτό θα στρέφεται βίαια ενάντια σε κάθε «εθνικιστική» παρέκκλιση ταυτιζόμενη με τις αξίες της Δύσης. Εξ ού και η αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα, η εγκατάλειψη της παράδοσης, η γενικευμένη πολιτιστική αλλοτρίωση της νεολαίας.
Η γερμανική Ευρώπη και η κρίση
Το 2009 θα έλθει λοιπόν η ώρα μιας αναπάντεχης κρίσης που έπιασε στον ύπνο τους πάντες. Και όμως οι προϋποθέσεις είχαν ήδη συγκεντρωθεί. Η Ελλάδα, δεν αποτελεί πλέον για τη γερμανοκεντρική Ευρώπη παρά μία ανατολικομεσογειακή απόφυση, μια και η διεύρυνση της ΕΕ προς Ανατολάς μας είχε αφαιρέσει το ρόλο της βιτρίνας της Δύσης στα Βαλκάνια και την Ανατολή. Η κατάρρευση και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης εξάλλου, μείωσαν την γεωπολιτική της σημασία ως προμαχώνα έναντι της σοβιετικής διείσδυσης, ενώ το οικονομικό βάρος της περιοχής μετακινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Γι’ αυτό και η νέα γλώσσα της Γερμανίας και της ευρωπαϊκής επιτροπής έναντι της Ελλάδας.
Η ίδια η Ε.Ε. είχε πλέον μεταβληθεί ριζικά. Η αρχική ευρωπαϊκή κοινότητα των έξι χωρών είχε μεταβληθεί σε έναν γίγαντα είκοσι εφτά χωρών, με πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια κατοίκους, οικοδομημένη σε δύο ομόκεντρες ζώνες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις δεκαεφτά χώρες της ευρωζώνης με πυρήνα τους τη νέα ενιαία Γερμανία που υποκατέστησε το ισχυρό μάρκο με το ισχυρό ευρώ. Η γερμανική ενοποίηση είχε πλέον μεταβάλει και τα γεωπολιτικά δεδομένα στην Ευρώπη. Μέχρι το 1989, τέσσερεις χώρες με ταυτόσημο πληθυσμιακό βάρος και λίγο πολύ ανάλογο οικονομικό βάρος, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία (με πληθυσμούς εξήντα εκατομμυρίων η καθεμία και ΑΕΠ λίγο πολύ ισοϋψές) εξασφάλιζαν μία πολυμέρεια στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση που είχε σαν κέντρο της τον άξονα Βόννης-Παρισίων. Σε αυτή την Ευρώπη η συμμετοχή των εθνών κρατών ήταν λίγο πολύ τυπικά ισότιμη με δικλείδες ασφαλείας που ενίσχυαν τις μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες (ισχυρότερη αντιπροσώπευσή τους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, αρχή της ομοφωνίας ή της πλειοψηφία κρατών στη λήψη αποφάσεων κ.λπ.). Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε το αντίπαλο σοβιετικό δέος, ενοποιήθηκε η Γερμανία και άρχισε η κούρσα της παγκοσμιοποίησης, τα δεδομένα μεταβλήθηκαν δραματικά:
Η Γερμανία μεταβάλλεται και πάλι σε μια πρωσική αυτοκρατορική δύναμη (εξάλλου η πρωτεύουσά της μεταφέρεται στο Βερολίνο), ενώ στα ανατολικά της ανοίγεται μια αγορά εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων. Μεταβάλλεται στην κεντρική δύναμη της νέας αυτής Ευρώπης που θα της προσφέρει τα μεγέθη για να μπορεί να ανταγωνιστεί ισότιμα τις άλλες μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα, κ.λπ.). Το Μάαστριχτ, το ευρωπαϊκό σύνταγμα, το ευρώ και η ευρωζώνη αποτελούν τους αναβαθμούς της οικοδόμησης αυτής της νέας αυτοκρατορικής γερμανικής Ευρώπης, την οποία η Γερμανία βλέπει να οικοδομείται σε δύο ή ίσως και τρεις ζώνες. Μία ζώνη του πυρήνα της Β. Ευρώπης στην οποία θα συμμετέχει και η υποταγμένη αλλά ακόμα πυρηνική δύναμη Γαλλία και μία δεύτερη που θα περιλαμβάνει τις χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης, είτε συμμετέχουν είτε όχι στην ευρωζώνη, καθώς και –υπέρτατη ύβρη για τις ΗΠΑ– τη Μεγάλη Βρετανία.
Η οικονομική κρίση, απετέλεσε την ευκαιρία και την στιγμή για να διευκρινιστούν και να οριστούν αυτά τα νέα πεδία. Η γερμανική στρατηγική αντιμετώπισε ένα νέο πρόβλημα. Ενώ η ανατολική Ευρώπη βρίσκεται εκτός της ζώνης του ευρώ και επομένως τα δημοσιονομικά προβλήματά τους δεν επηρεάζουν άμεσα τον ευρωπαϊκό πυρήνα, αντίθετα οι χώρες της νότιας Ευρώπης ως επιβίωση μιας παλιότερης εποχής βρίσκονται στο εσωτερικό της και επηρεάζουν αποφασιστικά το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Για τους Γερμανούς πρόκειται για μία απαράδεκτη «επιβίωση» μιας παλιάς Ευρώπης των εθνών-κρατών. Διότι το αυτοκρατορικό σχήμα επιτάσσει τον διαχωρισμό μεταξύ των ζωνών του κέντρου και της περιφέρειας.
Η παρουσία λοιπόν της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα, αποτελούσε μια πρωτοφανή παραφωνία για τη γερμανική πολιτική (γι’ αυτό και η Μέρκελ θα κατηγορήσει τον Σρέντερ και τους σοσιαλδημοκράτες ότι την άφησαν κακώς να εισέλθει στην ζώνη του ευρώ). Η αρχική στρατηγική των Γερμανών το 2010, όπως το αναγνώρισε ο Σόιμπλε, στόχευε στην εκδίωξη της Ελλάδας και την μετάθεσή της στη δεύτερη ευρωπαϊκή ζώνη. Εν τέλει όμως αυτό δεν μπόρεσε να το επιτύχει κυρίως λόγω της αλλαγής των γεωπολιτικών δεδομένων στην περιοχή. Η άρνηση των Τούρκων να επιτρέψουν τη χρήση του τουρκικού εδάφους για την επίθεση στο Ιράκ, η σύγκρουση της Τουρκίας με το Ισραήλ, η αυξανόμενη αναταραχή που έφερε η «αραβική άνοιξη» σε όλη την περιοχή, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και κ.ο.κ. μετέβαλαν τα γεωπολιτικά δεδομένα.
Ο συμβιβασμός έγινε πάνω στην πλάτη μας
Οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν καθόλου την είσοδο και της Ελλάδας σε μια εποχή αβεβαιότητας, την οποία θα προκαλούσε ούτως ή άλλως η εκδίωξή της από την ευρωζώνη σε συνθήκες αναταραχής και πανικού, στο βαθμό μάλιστα, που ανάλογη έτεινε να είναι και η στάση του εβραϊκού λόμπι. Έτσι, πραγματοποιήθηκε ένας συμβιβασμός μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών που εκφράστηκε από έναν άνθρωπο των Αμερικανών τον Γιώργο Παπανδρέου και τη συγκρότηση της τρόικας και τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Η Ελλάδα θα παρέμενε στην ευρωζώνη με τίμημα όμως μια εσωτερική υποτίμηση χωρίς ιστορικό προηγούμενο και την μεταβολή της σε αποικία χρέους των Γερμανών.
Ένας τέτοιος συμβιβασμός είναι προς όφελος και των υπόλοιπων νότιων χωρών και της Γαλλίας διότι διατηρεί στο εσωτερικό της ευρωζώνης εκείνες τις δυνάμεις που θα επιτρέψουν πιθανώς στο μέλλον μια αναμέτρηση με τις αυτοκρατορικές διαθέσεις της Γερμανίας! Πολλοί υποστηρίζουν πως οι Γερμανοί υποχώρησαν από τη στρατηγική της εκδίωξης της Ελλάδας, διότι φοβούνταν ένα πιθανό ντόμινο που θα οδηγούσε σε κρίση το σύνολο της Ευρωζώνης και θα εξαπλωνόταν πιθανώς στην Ισπανία, την Πορτογαλία ή ακόμα και την Ιταλία. Εν τούτοις, εάν η Γερμανία ήθελε να εκκαθαρίσει την ευρωζώνη από τα ξερά κλαδιά, δεν μπορούσε να φοβηθεί μία τέτοια κρίση που θα οδηγούσε σε μια στενότερη και «υγιή» ευρωζώνη, ενώ θα κρατούσε τις υπόλοιπες χώρες του νότου και κατ’ εξοχή την Ελλάδα σε μία δορυφορική θέση στο εσωτερικό της ενωμένης Ευρώπης. Οι μόνοι που αντιδρούσαν σθεναρά εκείνη την εποχή σε μια τέτοια κρίση, ήταν οι Γάλλοι των οποίων η οικονομία κινδύνευε να συμπαρασυρθεί στη δίνη της κρίσης. Γι’ αυτό, και ενώ έβαλαν φραγμό στην εκδίωξη της Ελλάδας, όπως και οι Αμερικανοί συμφώνησαν εν συνεχεία να αφήσουν στους Γερμανούς το «ελεύθερο» στο χειρισμό του ελληνικού ζητήματος στο εσωτερικό της Ευρωζώνης (εξού και η μη συμμετοχή τους στην τρόικα, η αποδοχή των Ράινχεμπαχ και Φούχτελ ως αντιπρόσωπων της ΕΕ στην Ελλάδα κ.ο.κ.).
Οι Γερμανοί έχοντας υποχωρήσει σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν μείζον, δηλαδή την εκδίωξη της Ελλάδας, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν καμία περαιτέρω παραχώρηση, και θέλουν να μας γονατίσουν, χρησιμοποιώντας τα κρατικά πλέον δάνεια (το χειρότερο μνημονιακό έγκλημα των Παπαδήμου-Βενιζέλου– Σαμαρά υπήρξε η αποδοχή του PSI και η μεταβολή δανείων ιδιωτικών, σε ελληνικό δίκαιο και σε μεγάλο βαθμό εσωτερικού χαρακτήρα, προς έλληνες ομολογιούχους, σε Ελλάδα και Κύπρο, σε δανεισμό έναντι ξένων κρατών!). Γι’ αυτό και επιμένουν σε ένα ακόμα μνημόνιο ώστε να κρατήσουν τη χώρα όσο το δυνατόν περισσότερο δεμένη στο άξονά τους, αφού εξάλλου στο μεταξύ έχουν εξοντώσει και την κυπριακή οικονομία που αποτελούσε ένα παράθυρο της Ρωσίας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η σύγκρουση με τους Γερμανούς όχι μόνο δεν θα λάβει τέλος, αλλά θα συνεχιστεί και θα πάρει και γεωπολιτικές διαστάσεις μια και η Γερμανία και πάλι αναβαθμίζει τις σχέσεις της με την Τουρκία (πράγμα στο οποίο θα συμβάλει και η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στην νέα κυβέρνηση) ενώ η λυκοφιλία με τον Πούτιν ίσως σύντομα λάβει τέλος στην ουκρανική σύγκρουση.
Οι προϋποθέσεις και η στρατηγική της αντίστασης
Η Ελλάδα επομένως, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία στρατηγική οικοδόμησης της Ευρώπης και σε ένα νόμισμα, εχθρικά σε αυτή και τα συμφέροντά της. Κατά συνἐπεια, θα πρέπει να παλέψει για να απεγκλωβιστεί. Πως όμως μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Κατ’ αρχάς επειδή και η οικονομική και η κοινωνική και η γεωπολιτική μας κατάσταση είναι εξαιρετικά αρνητικές, όλες μας οι κινήσεις πρέπει να είναι βαθύτατα μελετημένες και να στηρίζονται σε μια βαθιά συναίνεση του ελληνικού λαού:
Πρώτον, στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αλλάξουμε το οικονομικό μοντέλο του παρασιτισμού προς μία κατεύθυνση μεγαλύτερης αυτονομίας.
Δεύτερο, θα πρέπει να διευρύνουμε τις γεωπολιτικές συμμαχίες μας με άλλες δυνάμεις τόσο στο νότο της Ευρώπης, όσο στα Βαλκάνια και στην ανατολική Ευρώπη καθώς και στη Μ. Ανατολή.
Σε ότι αφορά στο ευρώ και την Ε.Ε. η αποδέσμευσή μας θα πρέπει να αρχίσει από την άρνηση των νέων μέτρων εσωτερικής υποτίμησης που επιτάσσει η γερμανική στρατηγική (που δεν έχει πάψει να επιδιώκει έμμεσα την εκδίωξη της Ελλάδας) και τη σταδιακή αναζήτηση συμμαχιών σε δυνάμεις που τα επόμενα χρόνια θα αμφισβητήσουν το ευρώ είτε ως κοινό νόμισμα, είτε ως ευρώ ταυτισμένο με τη γερμανική πολιτική. Ήδη, στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, πληθαίνουν οι φωνές που τάσσονται ενάντια στο ευρώ και οι προσεχείς ευρωεκλογές θα αποτελέσουν μάλλον μια διατράνωση της θέλησης των ευρωπαϊκών λαών να αντιταχθούν στην αυτοκρατορική Γερμανία. Ακόμα και στην τόσο φιλοευρωπαϊκή Γαλλία σε πρόσφατη δημοσκόπηση για πρώτη φορά πάνω από το 60% των Γάλλων θεωρούν την επίδραση της Ευρώπης αρνητική για τη γαλλική οικονομία και κοινωνία. Ενώ, τα κόμματα που τάσσονται εναντίον του ευρώ είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά ενισχύονται σε όλες τις χώρες. Ο ακροαριστερός Ιταλός φιλόσοφος Τζορτζιο Αγκαμπέν, μίλησε πρόσφατα για μια «λατινική αυτοκρατορία» μεταξύ των χωρών του Νότου και της Β. Αφρικής σε αντιπαράθεση με τη γερμανική Ευρώπη.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι πολύ σύντομα η Ελλάδα θα έχει βγει από την «καραντίνα», στην οποία την είχαν θέσει μετά από γερμανική πίεση οι υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης, και η πάλη ενάντια στο γερμανικό ευρώ θα γίνει όλο και πιο έντονη. Το γεγονός εξάλλου, ότι εμφανίστηκε ήδη στη Γερμανία ένα κόμμα που ζητάει την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ, και υποστηρίζεται από την ένωση Γερμανών βιομηχάνων, καταδεικνύει πως οι πιθανές λύσεις είναι ακόμα άδηλες και το μόνο σίγουρο είναι πως το ευρώ θα μπει σε κρίση.
Όπως έχουμε καταδείξει πολλές φορές, μία βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της γερμανικής στρατηγικής, ήταν και παραμένει η συμμαχία (συμφέροντος και όχι αγάπης βέβαια) με τη Ρωσία. Η Ρωσία προμηθεύει πρώτες ύλες και κυρίως καύσιμα στη Γερμανία και αγοράζει από αυτήν μηχανήματα και καταναλωτικά προϊόντα με τα χρήματα που εισπράττει από την πώληση ενέργειας. Τι πιο συμβολικό άλλωστε από το γεγονός ότι ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Σρέντερ έγινε οικονομικός σύμβουλος και αντιπρόσωπος της Γκάζπρομ. Ωστόσο, όσο αναπτύσσεται το Ντραγκ ναχ όστεν της Γερμανίας και όσο ανασυγκροτείται η ρωσική βιομηχανία και οικονομία, τα συμφέροντα αρχίζουν να αποκλίνουν όλο και περισσότερο. Και αν επιβεβαιωθεί η σύγκρουση του Νοεμβρίου γύρω από την Ουκρανία (για το εάν θα προσχωρήσει δηλαδή σε σύνδεση με την Ε.Ε. ή στην «κοινή αγορά» Λευκορωσίας-Ρωσίας και Καζακστάν θα κρίνει εν πολλοίς το μέλλον το γερμανορωσικών σχέσεων. Η Ρωσία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δεχθεί μία Ουκρανία ενταγμένη στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως και αιτία πολέμου (τουλάχιστον διπλωματικού οικονομικού και πολιτικού). Εξάλλου, ήδη η Ρωσία πλήρωσε ακριβά τη φιλία της με τη Γερμανία στην Κύπρο.
Αυτές οι συνθήκες, η εσωτερική ενδυνάμωση, και η διαμόρφωση πατριωτικών πολιτικών κινημάτων που έχουν συνείδηση των διακυβευμάτων του ελληνισμού καθώς και η ανάπτυξη σχέσεων τόσο στο εσωτερικό της Ευρώπης, όσο και προς τα ανατολικά και προς νότια, αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή ανάκτηση της αυτονομίας μας που κάποια στιγμή θα οδηγήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στην απομάκρυνση/αποδέσμευση από το γερμανικό ευρώ.
Είτε –αν φτάσουμε στο αμήν και με τη συναίνεση του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας– μονομερώς, είτε σε συμφωνία μαζί με άλλες χώρες της ευρωζώνης, είτε μέσα από την απομάκρυνση της Γερμανίας από το ευρώ, ή τέλος πάντων μέσα από την αποτυχία της αυτοκρατορικής γερμανικής στρατηγικής, θα πρέπει να ανακτήσουμε τα στοιχειώδη όπλα της οικονομικής και πολιτικής μας αυτονομίας, επομένως και ένα νόμισμα που να μπορεί να μπει στην υπηρεσία της οικονομίας μας. Αυτό στο βάθος χρόνου σημαίνει και μία διαφορετική αντίληψη για την Ευρώπη. Έχουμε επαναλάβει χιλιάδες φορές, πως για μας μια ενιαία Ευρώπη, θα σήμαινε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, με ισότιμη συμμετοχή όλων των λαών και τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου στο εσωτερικό της. Και προφανώς έχοντας απεγκλωβιστεί από ατλαντικούς επιθετικούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, και έχοντας δημιουργήσει έναν νέο οργανισμό συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης – της όλης Ευρώπης. Πηγή
Σχόλια