Η γεωοικονομική στρατηγική της Γερμανίας στην Μεσόγειο και την Ελλάδα. Οι εταιρείες διείσδυσης επιρροής. Τα βασικά δόγματα από τον 19ο και 20ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας.
Σειρά αποκαλυπτικών άρθρων από τον καθηγητή Ηλία Ηλιόπουλο για το
μεγαλύτερο πολιτικό και γεωοικονομικό πρόβλημα όλη της Ευρώπης, του
Νότου και της Ελλάδας.
Από γεωπολιτικής απόψεως, το κλειδί της ερμηνείας της διεθνούς συμπεριφοράς της Γερμανίας είναι, διαχρονικώς, η Γεωγραφία – και εν προκειμένω, η περίφημη «Mittellage», δηλαδή η κεντρική (και συνάμα δεσπόζουσα) γεωγραφική θέση της χώρας αυτής εντός της Ευρωπαϊκής ηπείρου, μεταξύ δύο (τουλάχιστον) Ηπειρωτικών Μεσαίων Δυνάμεων (της Γαλλίας και της Ρωσσίας).
Με αφετηρία, λοιπόν, τα αδήριτα γεωγραφικά δεδομένα, η Γερμανική Γεωστρατηγική και Γεωοικονομική Σχεδίαση κατέτεινε πάντοτε:
α) στην επικράτηση, σε πρώτο στάδιο, στον χώρο της «Μεσευρώπης» («Mitteleuropa»),
β) στην απόδραση από την κατάσταση (πραγματικής ή δυνητικής) Στρατηγικής Περικυκλώσεως («Einkreisung»), η οποία αποτελούσε την έμμονη ιδέα των Γερμανών ιθυνόντων, μέσω της αναζητήσεως συμμαχιών.
Έτσι, ήδη πολύ ενωρίς ετέθη το κλασσικόν «Δίλημμα Ασφαλείας» των Γερμανικών Πολιτικών, Οικονομικών και Στρατιωτικών Ελίτ: Συμμαχία με την Δύση (Αγγλοσαξονικός Κόσμος) ή με την Ανατολή (Ρωσσία); Παραλλήλως, ορμώμενοι από την γεωπολιτική αναγκαιότητα υπερβάσεως της στρατηγικής περικυκλώσεως, αλλά και υπό την πίεση των ζωτικών αναγκών του ισχυρού Βιομηχανικού Κεφαλαίου της χώρας, οι Γερμανοί ιθύνοντες άρχισαν, από τα τέλη του 19ου αι. και καθ' όλην την διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, αλλά και μετέπειτα, να επεξεργάζονται και να αναπτύσσουν ποικίλες εκδοχές συγκροτήσεως και οργανώσεως ενός Ενιαίου Γεωπολιτικού και Γεωοικονομικού Χώρου της Ηπειρωτικής Ευρώπης, ενός ενοποιημένου Ευρωπαϊκού «Μείζονος Χώρου» (Grossraum).
Μεταπολεμικώς, στους γεωπολιτικούς-γεωστρατηγικούς όρους που έμελλε να προσδιορίσουν την Γερμανική Πολιτική ήλθαν να προστεθούν δύο σπουδαιότατοι παράγοντες:
α) η συντριπτική στρατιωτική ήττα του Γερμανικού Ράϊχ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-45), γεωπολιτική συνέπεια της οποίας υπήρξε όχι μόνον η κατοχή του Γερμανικού εδάφους από τις Τέσσερεις Νικήτριες Δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μ. Βρεττανία, Γαλλία) αλλά και η διχοτόμησή του, και
β) η συνακόλουθη πλήρης και ολοκληρωτική ένταξη της «Δυτικής Ζώνης Κατοχής» (σταδιακώς, από του τέλους του 1946) και, μετέπειτα, «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας» (από του έτους 1949 και εξής) στο Δυτικό στρατόπεδο, συνεπεία της απαρχής του Ψυχρού Πολέμου.
Η πολεμική ήττα και η Πρόσδεση της «Παλαιάς Δημοκρατίας της Βόννης» στο άρμα των Δυτικών Δυνάμεων («Westbindung»: «Πρόσδεσις εις την Δύσιν») είχαν ως μόνιμο, μέχρι σήμερα, αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη, διάδοση και εμπέδωση, εντός της κοινωνίας και των ελίτ της χώρας αυτής, μιας αντιλήψεως περί διεθνούς συμπεριφοράς, θεμελιώδες στοιχείο της οποίας υπήρξε και παραμένει η πρόσδεση σε «πολυμερείς δομές» (ΝΑΤΟ, ΕΟΚ/ΕΕ), όπως υπενθύμισε, μετά το πέρας της μακροτάτης θητείας Helmut Kohl, και ο διάδοχός του στην Καγκελλαρία Gerhard Schröder.
Εν τω μεταξύ, η ραγδαία και ριζική μεταβολή του γεωστρατηγικού περιβάλλοντος της γηραιάς ηπείρου, συνεπεία της Επανενώσεως των Δύο Γερμανιών («Wiedervereinigung» 1990) και της διαλύσεως της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ (1991), επέδρασε, όπως ήταν φυσικό, και επί της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής θέσεως της Γερμανίας. Στην θέση των «κρατών-συνόρων» («Frontstaaten») ή «κρατών-προκεχωρημένων φυλακίων» των δύο αντιπάλων διεθνών συνασπισμών – την οποία κατείχαν μέχρι πρό τινος και τα δύο Γερμανικά κράτη («Bundesrepublik Deutschland», Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και «Deutsche Demokratische Republik», Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία) – προβάλλει πλέον, εκ νέου, ένα κράτος, και δη στο μέσον της Ευρώπης. Η Γερμανία επανήλθε δηλαδή στην παλαιά της «Κεντρική Θέση» («Mittellage»).
Την γεωστρατηγική θέση της επανενωθείσης Γερμανίας περιέγραψε άριστα ο τέως Αρχηγός των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων (Γενικός Επιθεωρητής της «Bundeswehr») Στρατηγός Klaus Naumann, του οποίου οι δημόσιες παρεμβάσεις υπήρξαν πολύκροτες κατά την κρίσιμη περίοδο αμέσως μετά την Επανένωση. Κατά την περίφημη ομιλία του ενώπιον της 33ης Συνόδου Διοικητών Σχηματισμών και Μεγάλων Μονάδων της «Μπούντεσβερ» στην Λειψία (12/5/1992), ο Στρατηγός Naumann ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής χαρακτηριστικά:
«Η Γερμανία δεν αποτελεί πλέον κράτος-σύνορο ούτε είναι πλέον διηρημένη, αλλά κατέστη ένα απολύτως φυσιολογικό κράτος της Ευρώπης και κέρδισε, πρωτίστως, ελευθερία κινήσεων (...). Από στρατιωτικής επόψεως, η Γερμανία δεν κείται πλέον στην στρατηγική εμβέλεια ενός κράτους ικανού προς στρατηγική επίθεση και κατάκτηση εδάφους. Η γεωστρατηγική θέση της χώρας μας βελτιώθηκε αποφασιστικώς, ενώ και ο στρατηγικός ρόλος της Μεσευρώπης θα μπορούσε να μεταβληθεί θεμελιωδώς. Έχοντας παύσει να αποτελεί το θέατρο της αντιπαραθέσεως, η Μεσευρώπη θα μπορούσε (αντιθέτως) να καταστεί άξων της Δυτικής αμυντικής κοινότητος.»
Οι Στρατηγικές της Οικονομικής Δυνάμεως και του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου
Συγχρόνως, εξ αιτίας των γεωπολιτικών συνεπειών της ολοσχερούς στρατιωτικής ήττας του 1945, η Γερμανία εκπόνησε και ακολούθησε μία Γεωστρατηγική και Γεωοικονομική Σχεδίαση, η οποία συνάδει απολύτως προς το υπόδειγμα μιας Οικονομικής Δυνάμεως που βασίζει την ισχύ της στις εμπορικές σχέσεις («Handelsstaat», κατά τον Καθηγητή Michael Staack).
Επαναλαμβάνουμε ότι η οικοδόμηση ενός Ενιαίου Οικονομικού Χώρου της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Wirtschaftlicher Europäischer Grossraum / Europäische Grossraumwirtschaft) υπήρξε, ιστορικά, παγία στρατηγική επιδίωξη του Γερμανικού Κεφαλαίου, από της εποχής ήδη του «Δευτέρου Ράϊχ» των Γουλιέλμων (Wilhelminisches Kaiserreich 1871-1918) και του μεγαλεπήβολου σχεδιασμού του Φρειδερίκου Νάουμαν περί «Μεσευρώπης» («Mitteleuropa» 1915). Ακόμη και η εξόχως θερμή συνηγορία των («δυτικο»-) Γερμανικών ιθυνουσών ελίτ, μετά το 1945, υπέρ του λεγομένου «Ευρωπαϊκού Ιδεώδους», εν γένει, και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Europäische Wirtschaftsgemeinschaft) ειδικώτερα, απηχούν - πέραν των λοιπών σπουδαίων λόγων που την υπαγόρευσαν - και την επιβίωση, μεταπολεμικά, αυτής της μείζονος στρατηγικής επιλογής του Γερμανικού Κεφαλαίου.
Προδήλως, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν προς επίτευξιν αυτού του μείζονος Στρατηγικού Σκοπού διέφεραν κατά πολύ, ανά τις εποχές, όπως, άλλωστε, διέφεραν και οι μορφές νομιμοποιήσεως του εγχειρήματος. Πλην όμως, ο Σκοπός καθ' εαυτόν, δηλαδή η συγκρότηση του ενοποιημένου Μείζονος Γεωοικονομικού Χώρου «Ευρώπη» – αποτελουμένου από πολυάριθμα κράτη και κρατίδια, τύποις μεν ανεξάρτητα, ουσία δε οικονομικώς (άρα και πολιτικώς) εξηρτημένα από το Γερμανικό ηπειρωτικό κέντρο – παρέμεινε αναλλοίωτος στο διάβα του χρόνου.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η θέση της ΝΑ. Ευρώπης και της Ελλάδος στην Γερμανική Γεωοικονομική Σχεδίαση
Την προαναφερθείσα παγία στρατηγική επιδίωξη του Γερμανικού Κεφαλαίου υιοθέτησαν και ακολούθησαν και οι Γερμανικές Κυβερνήσεις της ύστερης εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και, μετά ταύτα, του Τρίτου Ράϊχ – με την ουσιώδη διαφορά βεβαίως ότι η τελευταία προδήλως αγνόησε το γεγονός ότι εντός ενός τέτοιου «Μείζονος Ευρωπαϊκού Χώρου» η Γερμανική οικονομική και, κατ' επέκτασιν, πολιτική ηγεμονία προκύπτει σχεδόν φυσιολογικώς και αφ' εαυτής – και, συνεπώς, όχι μόνον δεν χρειαζόταν να εκβιασθεί η επίτευξή της διά των όπλων αλλά, απ' εναντίας, μία τέτοια στάση θα απέβαινε αντιπαραγωγική και, εν τέλει, Ηροστράτειος (όπως εδείχθη ιστορικώς).
Στο πλαίσιο της προαναφερθείσης Στρατηγικής, ο Χώρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αποκτούσε συγκεκριμένη θέση και λειτουργία καθώς, κατά την αντίληψη των Γερμανών ειδημόνων, παρά την ύπαρξη μιας πλειάδος κοινών χαρακτηριστικών των επιμέρους Εθνικών Οικονομιών των Βαλκανικών Χωρών, ο περί ου ο λόγος Χώρος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας «ενιαίος και κλειστός Οικονομικός Χώρος από φυσικής και οικονομικής επόψεως» αλλ' ως μία «κατ' εξοχήν γέφυρα», κατά την διατύπωση του Hermann Gross, και, συνεπώς, έπρεπε να αποτελέσει ένα σημαντικό «Συμπληρωματικό Χώρο» (Εrgänzungsraum) του Γερμανικού Κεφαλαίου.
Για τις (κατά βάσιν αγροτικές) χώρες της ΝΑ. Ευρώπης, της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης, η Γερμανική Γεωστρατηγική και Γεωοικονομική Σχεδίαση περί συμπήξεως ενός ενιαίου Μείζονος Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προέβλεπε την αποστολή να προμηθεύουν την μητροπολιτική Γερμανία καθώς και τις χώρες του «Ευρωπαϊκού Πυρήνος», ούτως ειπείν, με ακατέργαστες πρώτες ύλες και προϊόντα διατροφής (γεωργοκτηνοτροφικά). Η εισαγωγή αμφοτέρων των κατηγοριών αγαθών ήταν απαραίτητη για την Γερμανία και το ηπειρωτικό βιομηχανικό κέντρο. Σε αντάλλαγμα, η προηγμένη βιομηχανική μητρόπολη προβλεπόταν να καλύπτει τις ανάγκες των χωρών της περιφερείας σε έτοιμα βιομηχανικά αγαθά.
Ήδη το 1937, ο Gross διαπίστωνε ότι οι Γερμανικές εισαγωγές από τα κράτη της ΝΑ. Ευρώπης (τα οποία χαρακτήριζε «χώρες παραγωγής πρώτων υλών») αποτελούνται ευλόγως από ακατέργαστες βιομηχανικές ύλες (πετρέλαιο, βωξίτης, ξύλο, ελαιόλαδο, καπνά, βαμβάκι καθώς και από προϊόντα διατροφής), σημείωνε δε ως αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι οι χώρες της ΝΑ. Ευρώπης προμήθευαν την Γερμανία με ιδιαιτέρως υψηλό αριθμό προϊόντων διατροφής, αναλογικά με την συνολική δομή των εξαγωγών τους, καθώς και ότι, συναφώς, η Γερμανία, σε σχετικά ευρεία έκταση, προμηθευόταν τα προϊόντα αυτά κυρίως από την ΝΑ. Ευρώπη. Αντιστρόφως, ο Γερμανός ειδήμων παρατηρούσε, ήδη σε αυτό το χρονικό σημείο, ότι «οι χώρες της ΝΑ. Ευρώπης καλύπτουν την ανάγκη τους σε έτοιμα υλικά πρωτίστως από την Γερμανία». Γενικώς, μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι Γερμανικές εξαγωγές προς την ΝΑ. Ευρώπη απετελούντο σε βαθμό άνω του 90% από έτοιμα υλικά - ένας αναμφιβόλως εντυπωσιακός αριθμός, ο οποίος ηχεί ακόμη περισσότερο θεαματικός εάν συγκριθεί με τον συνολικό βαθμό εξαγωγών της Γερμανίας σε έτοιμα αγαθά, που δεν ξεπερνούσε το 83%. Δικαίως, λοιπόν, μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι «στο Γερμανικό εμπόριο με την ΝΑ. Ευρώπη αντικατοπτρίζονταν η δομή και οι αναπτυξιακές τάσεις της συνολικής Γερμανικής εξαγωγικής οικονομίας σε ενισχυμένο βαθμό».
Η λογική του Μείζονος Οικονομικού Χώρου και του Συμπληρωματικού Οικονομικού Χώρου (Εrgänzungsraum) εφαίνετο αρκετά συμφέρουσα για αμφότερα τα μέρη. Σε πρώτο στάδιο τουλάχιστον, λίγοι έμοιαζαν να ανησυχούν για τις πολιτικές συνέπειες, τις οποίες θα επέφερε, σε βάθος χρόνου, η ανωτέρω περιγραφείσα εξέλιξη. Αναμφιβόλως, στην κατευναστική αυτή στάση συντελούσε και το γεγονός ότι οι ιθύνουσες (πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές) Γερμανικές Ελίτ, ήδη διαρκούσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, προχωρούσαν με λίαν προσεκτικά βήματα, κατά το ευφυές σχήμα που παλαιότερα είχε προτείνει ο φιλελεύθερος οικονομολόγος και πολιτικός Φρειδερίκος Νάουμανν και το οποίον θα μπορούσε να αποδοθεί απλουστευτικά ως ακολούθως: Προχωρούμε μετά πολλής προσοχής, δεν πιέζουμε τα πράγματα, αλλά, αντιθέτως, τονίζουμε διαρκώς ότι έχουμε μόνον «οικονομικά», αλλά επ' ουδενί «πολιτικά» (ήτοι: εδαφικής μορφής) συμφέροντα στον χώρο της ΝΑ. Ευρώπης, προκειμένου να μη κινήσουμε την καχυποψία των χωρών της περιοχής.
Λίαν χαρακτηριστική είναι, υπ' αυτό πρίσμα, η στάση του Υπουργού Εξωτερικών, κατά την τελευταία περίοδο της μεσοπολεμικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αλλά και κατά την πρώτη περίοδο του Τρίτου Γερμανικού Ράϊχ, του «θεσμικού» και προερχομένου από το Διπλωματικόν Σώμα αριστοκράτη Κώνσταντιν φον Νώϋρατ, ενός εκ των κατ' εξοχήν εκφραστών των προαναφερθεισών Γερμανικών Ελίτ (ο οποίος, μετέπειτα, στο στάδιο της «Ριζοσπαστικοποιήσεως» του καθεστώτος έμελλε να αντικατασταθεί από τον φανατικό Εθνικοσοσιαλιστή Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ).
Ρητώς υπαγόρευε προς τους υφισταμένους του ο Konstantin Freiherr von Neurath, εν όψει των Ιταλικών προτάσεων του Δεκεμβρίου του 1932 και του Αυγούστου του 1933, περί Διμερούς Οικονομικής Συνεργασίας στον χώρο της ΝΑ. Ευρώπης καθώς και περί της συνακόλουθης διαιρέσεως του χώρου αυτού σε «ζώνες ενδιαφέροντος», ότι επ' ουδενί επιτρέπεται να γίνεται λόγος για ένα «πολιτικό Drang nach Südosten» («ώθηση προς Ανατολάς» - ο όρος ήταν αρνητικώς φορτισμένος στην ιστορική μνήμη των Σλαυϊκών και Βαλτικών λαών της Ανατολικής Ευρώπης καθώς παρέπεμπε στο πρώτο εκείνο «κύμα προς Ανατολάς» των Τευτόνων Ιπποτών-Μοναχών κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους πρωίμους Νεωτέρους Χρόνους).
Πράγματι, διαρκούσης της δεκαετίας του 1930, στις Βαλκανικές χώρες (της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης) η Γερμανική οικονομική παρουσία ήταν λίαν ευπρόσδεκτη, και τούτο για πολλούς λόγους. Κατ' αρχάς, επειδή απουσίαζε κάθε αναλόγου εκτάσεως οικονομική παρουσία των άλλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, όπως της Μ. Βρεττανίας ή της Γαλλίας, με ορατές επιπτώσεις στις Εθνικές Οικονομίες των Βαλκανικών χωρών. Συνεπεία της Παγκοσμίου Οικονομικής Κρίσεως των ετών 1929/31, το Λονδίνο έμοιαζε να έχει ουσιωδώς αποστασιοποιηθεί από τις αρχές του Οικονομικού Φιλελευθερισμού (που το ίδιο είχε, από εποχής Άνταμ Σμιθ και Ρικάρντο, ανακαλύψει και επί μακρότατον διάστημα εφαρμόσει) και προχωρούσε, πλέον, από το 1932, σε μία προδήλως προστατευτική οικονομική πολιτική υπέρ των αγαθών της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας και Κοινοπολιτείας. Συνεπώς, το Λονδίνο εφαίνετο, κατά την δεκαετία του 1930, έκδηλα αρνητικό σε οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες θα συνιστούσαν ή θα συνεπήγοντο δεσμεύσεις υπέρ των συμφερόντων των Βαλκανικών χωρών.
Από την άλλη πλευρά, στον μεσοπολεμικό κόσμο των αβεβαιοτήτων, η Γερμανία πρόβαλλε, στα όμματα των Νοτιο-Ανατολικών Χωρών, ως ένας αξιόπιστος εμπορικός εταίρος, πρόθυμος να αγοράσει τα προϊόντα τους. «Η Γερμανία, η οποία δεν διαθέτει εδαφικές κτήσεις ούτε υπερπόντιες πηγές πρώτων υλών, είναι, ως μείζων καταναλωτής αγροτικών προϊόντων και ως μείζων αποδέκτης βιομηχανικών πρώτων υλών, ο καλύτερος – και, εξ αιτίας των οικονομικών μέτρων της, και ο ασφαλέστερος – εισαγωγέας των προϊόντων των Νοτιοανατολικών Χωρών», εξηγούσε ένας σύγχρονος Γερμανός επιστήμων της εποχής.
Επιπροσθέτως, το Βερολίνο – εν αντιθέσει προς την «βουλιμική» Ρώμη του Μουσσολίνι – δεν ήγειρε εδαφικές ή άλλες ηγεμονικές αξιώσεις επί της Βαλκανικής. Ως «έντιμοι μεσίτες» («ehrlicher Makler»), κατά τον περίφημο όρο του Alfred Kube, περιόδευαν ο Πρόεδρος της Γερμανικής Τραπέζης (Reichsbank) και, εν συνεχεία, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας του Ράϊχ, Δρ. Hjalmar Schacht, και λοιποί παράγοντες της Γερμανίας στα κράτη της ΝΑ. Ευρώπης (της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης), προάγοντας και εμβαθύνοντας την ειρηνική, οικονομική, διείσδυση της Μεσευρωπαϊκής Δυνάμεως στην Βαλκανική πτέρυγα της γηραιάς ηπείρου.
Εξ άλλου, η υφισταμένη ήδη από την καμπή του αιώνος, τουλάχιστον μεταξύ των πεπαιδευμένων και καλλιεργημένων κύκλων των χωρών της ΝΑ. Ευρώπης, «Γερμανοφιλία» είχε κατορθώσει να εξέλθει αλώβητη από τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914, ακόμη και στις χώρες εκείνες οι οποίες είχαν ευρεθεί στο αντίπαλο των Κεντρικών Δυνάμεων στρατόπεδο (Ελλάς, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία). Έτσι, κατά τον Μεσοπόλεμο, οι ιθύνοντες της Γερμανικής Οικονομίας μπορούσαν να αξιοποιήσουν εκ νέου το παλαιόθεν υφιστάμενο δίκτυο εξαγωγών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, σε συνδυασμό με την αξιοπρόσεκτη ικανότητα προσαρμογής της Γερμανικής Βιομηχανίας στις επιθυμίες των πελατών της.
Τέλος, οι Γερμανικές εθνικές κοινότητες και μειονότητες, που ευρίσκοντο διάσπαρτες σε πολλές χώρες της ΝΑ. Ευρώπης (αρκετά ισχυρές στα εδάφη εκείνα της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, τα οποία, μετά την διάλυση της Αυστροουγγαρίας, περιήλθαν υπό την κυριαρχία της νεοσύστατης Νοτιοσλαβίας ή της Ρουμανίας), καθώς και τα Γερμανικά πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα διαδραμάτιζαν επίσης σπουδαίο ρόλο στην ιδεολογική νομιμοποίηση της Γερμανικής οικονομικής παρουσίας, ενώ δεν εστερείτο σημασίας και το γεγονός ότι ικανός αριθμός επιφανών μελών των Βαλκανικών κοινωνιών είχε αποκτήσει την ακαδημαϊκή του μόρφωση και την επαγγελματική του κατάρτιση στην Γερμανία. Συνεπώς, επί τη βάσει αυτής της παραδοσιακής Γερμανοφιλίας, μπορούσαν οι Γερμανοί να οικοδομήσουν την οικονομική, κατ' αρχάς, παρουσία τους στη ΝΑ. Ευρώπη, και αυτό έπραξαν. Οι χώρες της περιοχής δεν φαίνονταν να ανησυχούν. Άλλωστε, ακόμη και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ, η γλώσσα των Γερμανών ιθυνόντων αναφορικά με την ΝΑ. Ευρώπη παρέμενε επί ένα διάστημα αναλλοίωτη, επιμένοντας ότι «πολιτικά» (ήγουν εδαφικά) ζητήματα της Βαλκανικής δεν ενδιέφεραν την Γερμανία.
Εν τούτοις, το ότι η Γερμανία δεν έθετε εδαφικά ζητήματα ή δεν ήγειρε συγκεκριμένες πολιτικές αξιώσεις, δεν σήμαινε σε καμμία περίπτωση και ότι δεν ακολουθούσε τους δικούς της σκοπούς στην περιοχή – οι οποίοι προέκυπταν από την προαναφερθείσα αντίληψη των Γερμανών ιθυνόντων περί της λειτουργίας της ΝΑ. Ευρώπης ως Συμπληρωματικού Χώρου της Μείζονος Γερμανικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ήδη αρκετό διάστημα προ της Προσαρτήσεως της Αυστρίας (1938) και, εν συνεχεία, της οριστικής Διαλύσεως της Τσεχοσλοβακίας (1939), οι Γερμανοί ήσαν σε θέση να διαπιστώσουν ότι η χώρα τους κατελάμβανε «την πρώτη θέση, και με διαφορά» στις εμπορικές συναλλαγές όλων των κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης («εξαιρουμένης της Αλβανίας», φυσικά, η οποία τελούσε υπό τον απόλυτο οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της Ιταλίας).
Τι σήμαιναν, όμως, οι Γερμανικές αντιλήψεις για μία αναδιάταξη της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Βαλκανικής, ειδικώτερα για την Ελλάδα; Πώς και σε ποιον βαθμό επηρέαζαν τον οικονομικό βίο της χώρας; Κατ' αρχάς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, από καθαρώς οικονομικής απόψεως, η αξία της Ελλάδος για το Γερμανικό Ράϊχ ήταν σαφώς μικρότερη από ό,τι εκείνη, παραδείγματος χάριν, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας ή της Τουρκίας. Η χώρα στην εσχατιά της Χερσονήσου του Αίμου έμοιαζε να είχε λίγα να προσφέρει στην κεντροευρωπαϊκή μητρόπολη, εν συγκρίσει προς τις προαναφερθείσες λοιπές Βαλκανικές χώρες, και αυτά ήσαν, εν πολλοίς, προϊόντα διατροφής καθώς και ορισμένα προϊόντα πολυτελείας - κυρίως καπνός.
Η ακολουθητέα έναντι της Ελλάδος γραμμή προσδιοριζόταν πρωτίστως από τις ανάγκες της Γερμανικής Εθνικής Οικονομίας (Volkswirtschaft) και τις προτεραιότητες της Οικονομικής Εξωτερικής Πολιτικής (Wirtschaftsaussenpolitik) καθώς επίσης και, σε αυξανόμενο βαθμό, από την υφιστάμενη συμμαχία με την Ιταλία (Άξων Βερολίνου - Ρώμης), από την οποία απέρρεε για το Βερολίνο η επιταγή να αυτοπεριορισθεί στην διευθέτηση των «καθαρώς οικονομικών» ζητημάτων, εγκαταλείποντας το πεδίο της Υψηλής Πολιτικής στον άλλο εταίρο του Άξονα – μία ιδέα η οποία έμελλε να αποδειχθεί κάθε άλλο παρά ευφυής στην πορεία, για την Γερμανία, την Ελλάδα και τις Ελληνο-Γερμανικές Σχέσεις.
Διαρκούντος του Μεσοπολέμου, ιδιαιτέρως δε μετά την Διεθνή Οικονομική Κρίση, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας έβαιναν διαρκώς βελτιούμενες, και τούτο μάλιστα τόσο επί των Κοινοβουλευτικών Κυβερνήσεων όσο και, εν συνεχεία, επί Δικτατορικής Κυβερνήσεως Μεταξά. Η Ελλάς είχε επείγουσαν χρείαν μιας αγοράς για τα προϊόντα της, τα οποία – σημειωτέον – ήταν κυρίως προϊόντα θεωρούμενα τότε ως πολυτελή (καπνά, φρούτα, κυρίως σταφίδες και σουλτανίνες, καθώς και οίνος). Από την άλλη πλευρά, η χώρα εισήγαγε από την Γερμανία πρωτίστως μηχανήματα, χημικά και ηλεκτρικά προϊόντα και εν γένει βιομηχανικά αγαθά.
Για την εντυπωσιακή ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων της Ελλάδος αλλά και των λοιπών χωρών της Βαλκανικής με το Γερμανικό Ράϊχ πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν το γεγονός ότι, υπό το κράτος της Διεθνούς Οικονομικής Κρίσεως και των δεινών που αυτή επεσώρευσε για ολόκληρο τον κόσμο, αποκτούσε, αυτονοήτως, καίρια σημασία για κάθε χώρα η ύπαρξη ή εξεύρεση πελάτη ικανού και προθύμου να αγοράσει τα προϊόντα της. Εν αντιθέσει δε προς την Θαλασσοκράτειρα και Παγκόσμιο Δύναμη Βρεττανία, η Γερμανία ενεφανίζετο ως η μόνη προηγμένη Ευρωπαϊκή χώρα, η οποία διέθετε την πολιτική βούληση να αναλάβει ανάλογες δεσμεύσεις με τις Βαλκανικές χώρες κατά την δεκαετία του '30.
Βεβαίως, αντιμετώπιζε και η ιδία οξύτατο πρόβλημα που αφορούσε στην έλλειψη ρευστότητος και, κατά συνέπειαν, στον τρόπο πληρωμής. Το πρόβλημα αυτό το επέλυσε καταφεύγοντας, ως γνωστόν, στην περίφημη μέθοδο του «clearing», επί τη βάσει του οποίου οικοδομήθηκε σταδιακά το όλον σύστημα των σχέσεων της Γερμανικής Οικονομίας με τις Εθνικές Οικονομίες των χωρών της ΝΑ. Ευρώπης (και όχι μόνον).
Πιο συγκεκριμένα, καθ' όσον αφορά εις την Ελλάδα, την βάση της θεαματικής αναπτύξεως των διμερών οικονομικών σχέσεων απετέλεσε η συμφωνία «clearing» η επιτευχθείσα την 16η Αυγούστου 1932 και η επακολουθήσασα εντός διετίας (επί Κυβερνήσεως Τσαλδάρη, ενός αξιολογωτάτου και παραγνωρισμένου σήμερα πολιτικού ανδρός) υπογραφή του σχετικού διμερούς συμφώνου (στο πλαίσιο αυτό επρόκειτο να κινηθεί μετέπειτα και ο πολύς – και επίσης ασύγγνωστα παραγνωρισμένος σήμερα – Ιωάννης Μεταξάς).
Ειρήσθω εν παρόδω ότι τα οικονομικά πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου ενεφανίζοντο, εις τα όμματα των πολιτικών αλλά και των επιχειρηματιών της ΝΑ. Ευρώπης, αξιοσημείωτα, ιδίως μάλιστα εάν ληφθεί υπ' όψιν η επίμονη άρνηση των ιθυνόντων του «Σίτυ» (του Λονδίνου) να συνδράμουν, έστω και κατ' ελάχιστον, τις δεινώς χειμαζόμενες οικονομίες των χωρών της περιοχής (η οποία οδηγούσε σε ενίσχυση των κρατούντων αλγεινών στερεοτύπων περί της «εγωϊστικής στάσεως της Γηραιάς Αλβιώνος»). Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αργά αλλά σταθερά συνέβαινε αυτό το οποίον ο Βρεττανός ιστορικός Martin Wight περιέγραψε με τα ακόλουθα λόγια: «Η οικονομική αναζωογόνηση (των χωρών της ΝΑ. Ευρώπης) ήταν προσανατολισμένη προς την Γερμανία και καθοδηγούμενη από αυτήν». Ή, όπως το διατύπωνε, τότε, ο Έλλην Πρέσβυς στο Παρίσι, Πολίτης, «...χάρις εις το σύστημα το οποίον είχε θέσει εις εφαρμογήν ο Δόκτωρ Σαχτ, έχουν προσδεθεί εις την Γερμανίαν η Ουγγαρία, η Γιουγκοσλαυία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ελλάς».
Η ύστερη εποχή του Μεσοπολέμου υπήρξε, λοιπόν, πολύ σημαντική για τις εμπορικές και, εν γένει, οικονομικές σχέσεις της Γερμανίας με την ΝΑ. Ευρώπη, και με την Ελλάδα ειδικώτερα. Τότε εγκαινιάσθηκε η εν Ελλάδι παρουσία μιας σειράς γνωστών Γερμανικών εταιρειών, η δραστηριότης των οποίων συνεχίσθηκε και κατά την επακολουθήσασα περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και μεταπολεμικώς – με αξιοσημείωτο, μάλιστα, ρυθμό, κατόπιν μιας βραχείας παύσεως.
Η Γερμανική οικονομική παρουσία στην σύγχρονη Ελλάδα
Σήμερα δραστηριοποιούνται στην χώρα μας πολλές Γερμανικές εταιρείες, ως σημαντικώτερες εκ των οποίων θεωρούνται οι ακόλουθες:
- η «SIEMENS AE» στους τομείς των επικοινωνιών/τηλεπικοινωνιών και της ηλεκτρικής και ηλιακής ενεργείας,
- η «BAYER HELLAS AG» στον φαρμακευτικό τομέα,
- η «D.A.S. HELLAS», η «ALLIANZ – General Insurance Company SA» και η «ARAG HELLAS Rechtschutz-Versicherung» στους τομείς των ασφαλειών και της νομικής υποστηρίξεως,
- η «BALLAUF HELLAS TRANSPORT AG» , η «MAN HELLAS AE», η «SCHENKER A.E.» και η «SCHMITZ Cargobull A.E. - South East Europe» στον τομέα των μεταφορών,
- η «BASF AGRO HELLAS Industrial and Commercial S.A.» στον τομέα των χημικών,
- η «BMW HELLAS SA» και η «MERCEDES-BENZ HELLAS A.E.E.» στον τομέα του αυτοκινήτου,
- η «BEIERSDORF HELLAS AE» στους τομείς των καλλυντικών και ειδών υγιεινής,
- η «BSH» στον τομέα των οικιακών συσκευών,
- η «BOSCH Thermotechniki AE» στον τομέα των κλιματιστικών,
- η «DHL Express (Hellas) S.A.» στον τομέα των ταχυμεταφορών,
- η «GERMANISCHER LLOYD HELLAS» στον ναυτιλιακό τομέα,
- η «HOCHTIEF HELLAS S.A.» στους τομείς κατασκευών και διοικήσεως υποδομών,
- η «HENKEL ECOLAB SA» στον τομέα των ειδών υγιεινής,
- η «KRAFT FOOD HELLAS A.E.» και η «LIDL HELLAS» στον τομέα των ειδών διατροφής,
- η «LUFTHANSA - GERMAN AIRLINES» στον τομέα των αερομεταφορών,
- η «MEDIA SATURN» στον τομέα των ηλεκτρικών ειδών,
- η «RHEINMETALL HELLAS SA» στον αμυντικό-εξοπλιστικό τομέα,
- η «ROBERT BOSCH SA» στον τομέα των βιομηχανικών εξαρτημάτων και τηλεπικοινωνιών,
- η «TUI HELLAS SA» στον τουριστικό τομέα,
- η «WINCOR-NIXDORF Information Systems S.A.» στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και λογισμικού.
Ο Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Ιστορικός – Διδάκτωρ
Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου, Καθηγητής Ναυτικής
Σχολής Πολέμου και Στρατηγικός Αναλυτής.
===============
Σχόλια