«Η Γερμανία υπονομεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση!»
Συνέντευξη του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Κώστα Λαπαβίτσα στον Πέτρο ΠαπακωνσταντίνουΤο τελευταίο δεκαήμερο, μια έκθεση του ερευνητικού κέντρου Research on Money and Finance (RMF) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο στους επιστημονικούς κύκλους, αλλά και σε μεγάλης κυκλοφορίας ευρωπαϊκά έντυπα που τη φιλοξένησαν, όπως η βρετανική Guardian, η ισπανική El País, οι πορτογαλικές Público και Jornal de Negócios και η τουρκική Birgun. Με επιστημονική αυστηρότητα και πλούσια τεκμηρίωση, η έκθεση ανατρέπει ευρύτατα διαδεδομένους μύθους για τη δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης. Υποστηρίζει ότι στη ρίζα του προβλήματος βρίσκονται όχι τα ελληνικά ελλείμματα, αλλά τα γερμανικά πλεονάσματα, η πολιτική συντριβής των μισθών που ακολουθεί το Βερολίνο. Εκτιμά επίσης ότι μια προοδευτική έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη όχι μόνο δεν θα αποτελούσε εθνική καταστροφή, αλλά θα μπορούσε να ανοίξει έναν άλλο δρόμο, σωτήριας παραγωγικής ανασυγκρότησης. Επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και συγγραφέας, μαζί με τον Ιάπωνα καθηγητή Μακότο Ίτο, ενός εκ των σημαντικότερων διεθνών έργων για τα χρηματοοικονομικά (Πολιτική Οικονομία του Χρήματος και του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Πολύτροπον, 2004), ο καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας, μας παραχώρησε την ακόλουθη συνέντευξη.
Σε αντίθεση με την κυρίαρχη αντίληψη ότι για τη δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης φταίει η ανευθυνότητα των λεγόμενων PIGS, υποστηρίζετε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην ίδια την εσωτερική λογική της Ευρωζώνης, που επιβάλλει τη ληστεία των περιφερειακών οικονομιών από το μητροπολιτικό, κυρίως το γερμανικό κεφάλαιο. Πώς στηρίζετε αυτή την ανάλυση;
Η λεγόμενη ανευθυνότητα των περιφερειακών χωρών, κι αν ακόμη μπορούσε να αποδειχτεί, λίγα πράγματα έχει να κάνει με την κρίση. Τα βαθύτερα αίτια βρίσκονται στα πλεονάσματα της Γερμανίας που αντιστοιχούν σε ελλείμματα των περιφερειακών χωρών. Η Ευρωζώνη έχει μετατραπεί σε περιοχή γερμανικής εμπορικής κυριαρχίας λόγω των συνθηκών του ευρώ.
Η υπεροχή της Γερμανίας οφείλεται καθαρά στο ότι το ονομαστικό κόστος εργασίας παραμένει καθηλωμένο εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ενώ οι πραγματικοί μισθοί έχουν ανέβει ελάχιστα.
Όλες οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν ασκήσει πιέσεις στην εργασία τα χρόνια που πέρασαν, προωθώντας πολιτικές ευελιξίας και χειροτερεύοντας τη θέση των εργατών ως προς το κεφάλαιο. Το γερμανικό κεφάλαιο όμως σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία που οφείλεται εν πολλοίς στις πολιτικές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αλλά και στη δημιουργία περιοχών-ερήμων για τα συνδικάτα, ιδίως στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Οι περιφερειακές χώρες δύσκολα μπορούν να ακολουθήσουν τη Γερμανία, διότι και οι πραγματικοί μισθοί τους είναι πολύ χαμηλότεροι και τα κράτη-πρόνοιας είναι πολύ πιο αδύναμα.
Για το λόγο αυτό, η ανταγωνιστικότητα του γερμανικού κεφαλαίου μέσα στην Ευρωζώνη μεγάλωνε συνεχώς. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα υποτίμησης, οι περιφερειακές χώρες οδηγηθήκαν σε ελλείμματα. Τα γερμανικά πλεονάσματα μετατράπηκαν σε κεφάλαια προς εξαγωγή, κυρίως σε άμεσες επενδύσεις και τραπεζικό δανεισμό. Η Ευρωζώνη κυριαρχείται πλέον από τη Γερμανία, με όρους επαχθείς για την περιφέρεια.
Λέγεται κατά κόρον ότι η κρίση οφείλεται, σε τελική ανάλυση, στο γεγονός ότι «ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας» και ότι το κόστος εργασίας ανέβηκε τα τελευταία χρόνια περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Υπάρχει αντίλογος;
Το ονομαστικό κόστος εργασίας και οι πραγματικές αμοιβές στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί όντως περισσότερο από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οι αυξήσεις όμως φαίνονται πιο σημαντικές από ό,τι πραγματικά είναι διότι οι γερμανικοί μισθοί είναι τελείως καθηλωμένοι. Να μην ξεχνάμε ακόμη ότι η Ελλάδα εκκινεί από πολύ χαμηλότερη βάση, δηλαδή πολύ μικρότερους μισθούς από τις χώρες του κέντρου. Από την άλλη, η θέση της εργασίας ως προς το κεφάλαιο επιβαρύνθηκε και στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή, που σημαίνει ότι η παραγωγικότητα ανέβηκε γρηγορότερα από τους μισθούς.
Το «ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας» ταιριάζει καλύτερα στη συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Η κατανάλωση είναι περίπου 70% του ΑΕΠ και η αποταμίευση αρνητική. Με αλλά λόγια, αυξήθηκε ο δανεισμός των νοικοκυριών, πράγμα που φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού. Είναι κι αυτό απόρροια της νομισματικής ένωσης. Αντιμέτωπη με την αδυναμία της να ανταγωνιστεί τη Γερμανία, η Ελλάδα στηρίχτηκε στην εγχώρια ζήτηση με δανεικά.
Γιατί κατηγορείτε τη Γερμανία για τα μεγάλα πλεονάσματα που έχει σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης; Πρέπει να κατηγορηθεί μια χώρα για την ισχυρή παραγωγικότητά της;
Σαφώς η Γερμανία έχει υψηλότερη παραγωγικότητα από τις χώρες της περιφέρειας, είναι πιο προηγμένη χώρα. Η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας όμως εξαρτάται από το πώς αλλάζει η παραγωγικότητα. Δηλαδή, αν οι χώρες με χαμηλότερη παραγωγικότητα την αυξάνουν ταχύτερα, τότε η ανταγωνιστικότητά τους ως προς τη Γερμανία θα μεγαλώνει. Η παραγωγικότητα της Ελλάδας αυξήθηκε ταχύτερα της Γερμανίας κατά την περίοδο αυτή. Δεν είχαμε καμιά έκρηξη ελληνικής παραγωγικότητας βεβαίως, απλώς η γερμανική λίμναζε. Παρ’ όλα αυτά, οι καθηλωμένοι μισθοί επέτρεψαν στη Γερμανία να υποσκελίσει την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της περιφέρειας. Το ουσιαστικό πλεονέκτημα του γερμανικού κεφαλαίου τα χρόνια αυτά δεν ήταν ούτε η μεθοδικότητα ούτε η τεχνολογία ούτε κανένα από όλα αυτά τα στερεότυπα. Ήταν απλώς η ικανότητα του να πιέζει τους εργαζόμενους αποτελεσματικά.
Υποστηρίζετε στην έκθεση ότι η Ελλάδα και οι άλλες περιφερειακές χώρες αναγκάζονται να εφαρμόσουν τους όρους του ΔΝΤ χωρίς καν να παίρνουν δάνειο από το ΔΝΤ. Τότε έχει δίκιο ο Γιώργος Παπανδρέου που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να απευθυνθούμε στο ΔΝΤ;
Το ΔΝΤ θα λάμβανε μέτρα παρόμοια με τα σημερινά, αλλά πιθανώς σκληρότερα. Από την άλλη, θα δημιουργούσε απρόβλεπτες καταστάσεις στη διαχείριση του ευρώ, καθώς πλέον θα εμπλεκόταν ευθέως στη λήψη αποφάσεων. Γι’ αυτό η κυβέρνηση Παπανδρέου προσπάθησε δειλά δειλά να το χρησιμοποιήσει ως ένα είδος πίεσης. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η σύγχυση που υπάρχει στους κύκλους της Ευρωζώνης, που και τώρα ακόμη και η κυρία Μέρκελ φαίνεται να επιζητεί τη μεσολάβηση του ΔΝΤ. Είναι εντυπωσιακή η έλλειψη πολιτικού βάρους από πλευράς Ευρωπαίων ηγετών αλλά και της ευρωπαϊκής ελίτ συνολικά. Θέλουν ή δεν θέλουν την Ελλάδα στην Ευρωζώνη; Και αν ναι, πώς το εννοούν;
Όπως και να έχει, το πραγματικό ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι αν θα πάρει δάνειο από την Ευρωζώνη ή από το ΔΝΤ. Πρόκειται για παραλλαγές του προγράμματος λιτότητας και φιλελευθεροποίησης το οποίο και θα είναι καταστροφικό για τη χώρα. Θα επιτείνει τη ύφεση μεταβιβάζοντας τεράστιο κόστος στους εργαζόμενους. Ακόμη χειρότερα, δεν προσφέρει κανένα εχέγγυο ανάπτυξης για το μέλλον, δεδομένου μάλιστα ότι δεν αντιμετωπίζει το δομικό πρόβλημα των γερμανικών πλεονασμάτων στην καρδιά της Ευρωζώνης. Η παραμονή στο ευρώ θα κάνει την Ελλάδα φτωχότερη και πιο άνιση.
Προβάλλετε ως εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα τη στρατηγική του «καλού ευρώ», με χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας. Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να δεχτεί η Γερμανία της κυρίας Μέρκελ ή και η Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί μια τέτοια γραμμή;
Μια τέτοια πολιτική, όπως πολύ σωστά υπονοεί η ερώτηση, απαιτεί ριζική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης. Για να έχει τις παραμικρές πιθανότητες επιτυχίας, θα πρέπει να υπάρξει συντονισμένη λαϊκή πίεση τουλάχιστον σ’ ολόκληρη την περιφέρεια, καθώς και συμπαράσταση από τα λαϊκά στρώματα μεγάλων χωρών του κέντρου. Δεν διαφαίνεται τέτοια προοπτική αυτή τη στιγμή και τα προαπαιτούμενά της είναι παρά πολλά.
Θα εφιστούσα την προσοχή σας περισσότερο σε ένα άλλο σημείο της μελέτης του RMF όσον αφορά το «καλό ευρώ». Η κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και άλλα παρόμοια μέτρα πιθανώς θα έφερναν μεγάλη πτώση της αξίας του ευρώ στις διεθνείς αγορές, κυρίως σε σχέση με το δολάριο. Κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο το ίδιο το εγχείρημα της νομισματικής ένωσης. Το «καλό ευρώ» ανοίγει το δρόμο προς το «μη ευρώ».
Μια πιο ριζοσπαστική εναλλακτική λύση, την οποία συζητάτε, προβλέπει την έξοδο από την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με μια πολιτική εθνικοποιήσεων και ενίσχυσης της εσωτερικής, παραγωγικής βάσης. Οι ενστάσεις είναι ήδη γνωστές: Μαζική έξοδος κεφαλαίων, κερδοσκοπία πάνω στην αδύναμη δραχμή, αδυναμία δανεισμού, πληθωριστικό αμόκ και οικονομική αποδιοργάνωση. Πώς απαντάτε;
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι τόσο βαθιά, που δεν υπάρχει καμιά λύση χωρίς κόστος. Το ζήτημα είναι τα βάρη να κατανεμηθούν δίκαια, αλλά, ακόμη σημαντικότερο, η λύση να πάει την κοινωνία μπροστά. Το βαθύτερο ελληνικό πρόβλημα δεν είναι το κράτος, όπως συχνά και άσκεφτα λέγεται. Είναι ότι ο παραγωγικός της ιστός είναι ευπαθής και αδύναμος. Η Ελλάδα πάσχει από έλλειψη δυναμισμού στον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που στο πλαίσιο της Ευρωζώνης έγινε πασιφανές. Δεν είναι τυχαίο που η ελληνική αστική τάξη δείχνει τώρα πανικόβλητη, χωρίς ούτε το θάρρος ούτε τους θεσμούς να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της συγκύριας.
Για να υπάρξει δυναμική λύση, θα πρέπει να κινητοποιηθούν καινούριες κοινωνικές δυνάμεις, πλατύτερα στρώματα εργατών, επαγγελματιών και μικρών επιχειρηματιών, που θα θέσουν την οικονομία σε νέα βάση. Αν υπάρξει τέτοια κοινωνική συμμαχία, τα προβλήματα της προοδευτικής εξόδου μπορούν να αντιμετωπιστούν με μεθοδικό τρόπο.
Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα φέρει υποτίμηση, αρά θα τονώσει αμέσως τον παραγωγικό τομέα. Από τη άλλη, οι τράπεζες θα κινδυνέψουν με κατάρρευση και θα πρέπει να κρατικοποιηθούν. Οι δημόσιες τράπεζες θα επιτρέψουν κατόπιν την παροχή πιστώσεων που θα στηρίζουν την απασχόληση και την παραγωγή. Παράλληλα, θα τεθούν αμέσως περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων για να αποτραπεί η μαζική έξοδος κεφαλαίου, περιορίζοντας έτσι το πεδίο της μεγάλης κερδοσκοπίας. Το πλέον ακανθώδες ζήτημα εδώ είναι η αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία θα καταστεί αναπόφευκτη. Θα ανακουφιστεί βέβαια η οικονομία, αλλά και η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές θα γίνει δυσκολότερη και το κόστος μεγαλύτερο για ένα διάστημα.
Περαιτέρω, ορισμένοι τομείς της οικονομίας, όπως τηλεπικοινωνίες, μεταφορές και ενέργεια, θα πρέπει να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο για να αποφευχθεί η κατάρρευση και να τεθούν οι βάσεις για αναδιοργάνωση της οικονομίας. Όσο για τις πληθωριστικές πιέσεις, αναμφίβολα θα υπάρξουν στα εισαγόμενα αγαθά. Θα απαιτηθεί λοιπόν πολιτική τιμών και μισθών για όσο διάστημα διαρκέσει η προσαρμογή.
Η προοδευτική έξοδος δεν θα είναι ανέξοδη, αλλά το κόστος μπορεί να κατανεμηθεί δίκαια. Πάνω από όλα, μπορεί να βάλει τις βάσεις για τόνωση του παραγωγικού ιστού και συστηματική άνοδο της παραγωγικότητας που θα φέρει και άνοδο του βιοτικού επίπεδου. Η είσοδος στην Ευρωζώνη ήταν αποτυχημένη για την Ελλάδα και έφερε μεγάλη κρίση. Για να γίνει πραγματικά η κρίση ευκαιρία για αλλαγή απαιτείται βαθιά κοινωνική μεταβολή.
http://m-epikaira.gr/2010/04/%C2%AB%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CF%8D%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE/
Σχόλια