Η βασίλισσα Ελισάβετ ζητεί πειστικές απαντήσεις για την κρίση

Bloomberg

Ενα νέο παιχνίδι διασκεδάζει τους Βρετανούς διανοούμενους τις τελευταίες εβδομάδες, η προσπάθεια να εξηγήσουν την οικονομική κρίση στη βασίλισσα Ελισάβετ.

Τον Νοέμβριο, η βασίλισσα επισκέφθηκε το πανεπιστήμιο London School of Economics. Εκεί, έκανε την εξής απλή ερώτηση: Πώς και οι απανταχού οικονομολόγοι δεν πρόσεξαν πως μια πιστωτική κρίση ήταν έτοιμη να ξεσπάσει; Τον περασμένο μήνα, η Βρετανική Ακαδημία ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών συγκέντρωσε ομάδα ειδικών για να της δώσουν μια εξήγηση. Τον Αύγουστο, συστάθηκε άλλη επιτροπή διανοουμένων, προκειμένου να παράσχει εναλλακτική άποψη στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Με τον ρυθμό αυτό, ο κάθε οικονομολόγος της χώρας θα έχει διαθέσιμη και άλλη θεωρία για την Αυτής Μεγαλειότητα.

Η άσκηση δεν ήταν επί ματαίω. Η οικονομική επιστήμη έχει αποτύχει να εξηγήσει γιατί δεν προβλέφθηκε η οικονομική κρίση της τελευταίας διετίας. Χρειάζεται περισσότερη δουλειά. Αν δεν μπορούν οι οικονομολόγοι, τότε η επιστήμη τους βρίσκεται σε θλιβερή κατάσταση.

  • Κατά την περυσινή επίσκεψη της βασίλισσας στο LSE, οι καθηγητές βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Κανείς από τους ειδικούς του δεν είχε δει τα σύννεφα να συγκεντρώνονται στον ορίζοντα. Ούτε μπόρεσαν να επικαλεσθούν έναν πειστικό λόγο για την αποτυχία τους να δώσουν απαντήσεις. Αλλωστε, κανένα πανεπιστήμιο δεν μπόρεσε να το κάνει.

Η Βρετανική Ακαδημία έστειλε στη βασίλισσα ανοιχτή επιστολή, γραμμένη από τον Τιμ Μπέσλι, καθηγητή του LSE και μέλος της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας, και τον Πίτερ Χένεσι, ιστορικό του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

  • Η επιστολή δεν πρόσφερε κάτι καινούργιο, συνόψιζε όμως ικανοποιητικά πώς βρέθηκε σε τέτοια θέση η παγκόσμια οικονομία. Επρόκειτο «κυρίως για αποτυχία της συλλογικής φαντασίας πολλών ευφυών ανθρώπων, τόσο στη χώρα όσο και διεθνώς, να κατανοήσουν τους κινδύνους για το σύστημα στο σύνολό του». Δεν έμειναν, βέβαια, όλοι ικανοποιημένοι. Η εταιρεία συμβούλων Abundancy Partners συγκέντρωσε δική της ομάδα πανεπιστημιακών, περιβαλλοντολόγων και διανοουμένων, οι οποίοι έστειλαν άλλη επιστολή στη βασίλισσα, προωθώντας μια «πράσινη» ανάλυση της κρίσης και δίνοντας έμφαση στην κουλτούρα της υπερκατανάλωσης. (blogger: ρε μπας και η κρίση είναι δομική και όχι μια απλή ... γριπούλα...------>)

Είναι ένα παιχνίδι στο οποίο όλοι μπορούν να συμμετάσχουν. Αναμφίβολα, κάθε τμήμα οικονομικών στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου θα ετοιμάζει τη δική του θεωρία, πρόθυμο να τη στείλει στο Μπάκιγχαμ. Η δημόσια συζήτηση, πάντως, μαρτυρά κάτι. Η βασίλισσα, με την αυτοπεποίθηση που της χαρίζει μισός αιώνας στον θρόνο, προσδιόρισε ένα πρόβλημα. Γνωρίζουμε ότι τα τραπεζικά μπόνους ενθάρρυναν ένα σύστημα υπερβολικής ανάληψης ρίσκου. Δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, γιατί οι χρηματοοικονομικές εταιρείες πρόσφεραν τόσο άφθονο χρήμα στο προσωπικό τους και ένιωθαν υποχρεωμένες να αναλάβουν τόσο υπερβολικό ρίσκο με τα κεφάλαιά τους. Παρά τα όσα έχουν ειπωθεί για το θέμα, κανείς δεν μπορεί να πει γιατί δεν αποφεύχθηκε η πιστωτική κρίση. Το ερώτημα που έθεσε η βασίλισσα είναι αυτό που θέτουν όλοι. Απλώς η προσπάθεια να δοθεί απάντηση στη βασίλισσα υπήρξε πιο επίπονη.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/news/columns_2KathiLev&xml/&aspKath/columns&fdate=26/08/2009

--------Μεταγγενέστερη εγγραφή σχετικά με το παραπάνω άρθρο και την αξιοπιστία της οικονομικής "επιστήμης"---

Aναλυση: Το Σίτι του Λονδίνου λειτουργεί ως ένα τεράστιο, ανεπίσημο καρτέλ

The Guardian

Η πρόταση του Λόρδου Αντερ Τέρνερ για την επιβολή νέων φόρων στο Σίτι του Λονδίνου αποτελεί την πρώτη παραδοχή υψηλού αξιωματούχου για τα υπερβολικά κέρδη και αποδοχές που αποκομίζουν από τις αγορές τα στελέχη ενός από τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου. Το 2008, ο μέσος μισθός στο Σίτι ήταν διπλάσιος σε σχέση με την υπόλοιπη Βρετανία. Ενώ τα στελέχη των χρηματοοικονομικών εταιρειών αντιστοιχούν στο 5% των εργαζομένων, «καταπίνουν» το 40% της εθνικής πίτας στα μπόνους. Αυτά τα υψηλά επίπεδα αποδοχών συνδέονται με τις υψηλές προμήθειες που επιβάλλονται από τις επενδυτικές εταιρείες.

Το Σίτι του Λονδίνου υποστηρίζει ότι οι υψηλές αποδοχές που απολαμβάνουν τα «μέλη του κλαμπ» αντανακλούν τη συνεισφορά των εταιρειών στην οικονομία. Η ερμηνεία ενός εξωτερικού παρατηρητή είναι ότι, παρά τον σκληρό ανταγωνισμό στον κλάδο, το Σίτι λειτουργεί ως ένα τεράστιο, ανεπίσημο καρτέλ που χρεώνει υπερβολικές προμήθειες για τις υπηρεσίες που παρέχει, παρά για τη δημιουργία πλούτου. Αυτές οι υπηρεσίες αφορούν τις περισσότερες φορές τη μεταφορά πλούτου στα ταμεία τους ή τα χαρτοφυλάκια των εύπορων πελατών τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αμοιβές που χρεώνονται για την παροχή υπηρεσιών συμβούλου σε συγχωνεύσεις. Το 2007, η Merrill Lynch έλαβε τη μερίδα του λέοντος από συνολικές προμήθειες 400 εκατ. δολαρίων για την εξαγορά του ολλανδικού τραπεζικού ομίλου ΑΒΝ Amro εκ μέρους της κοινοπραξίας της Royal Bank of Scotland. Το 2008, η ίδια επενδυτική τράπεζα εισέπραξε ένα ακόμη μεγάλο πακέτο προμηθειών για τις υπηρεσίες αναδόχου που παρείχε στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Royal Bank of Scotland, μια υποχρεωτική κίνηση για την ολοκλήρωση της εξαγοράς. Στέλεχος εταιρείας του Σίτι παραδέχεται ότι «η πλειονότητα των ανθρώπων αμείβεται υπερβολικά». Οι περισσότεροι, αν και έχουν ικανότητες, κάνουν μια εργασία που θα μπορούσε να γίνει σε οποιονδήποτε άλλο κλάδο, αλλά λαμβάνουν διπλάσιες και τριπλάσιες αμοιβές.

Η συνεισφορά του Σίτι στη γενικότερη απόδοση της οικονομίας είναι αμφισβητήσιμη. Οντως, τα υψηλά μπόνους οδηγούν τους χρηματιστές σε κινήσεις υψηλού ρίσκου, εις βάρος των επενδυτών. Δημιουργούν, επιπροσθέτως, μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την ανταμοιβή του ταλέντου στην οικονομία. Οι υψηλές αποδόσεις που διασφαλίζει μεγάλο τμήμα της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας -από τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity) μέχρι τις συγχωνεύσεις- έχουν δημιουργήσει ένα ανισόρροπο πρότυπο επενδύσεων.

Κάποτε ένας από τους πρωταρχικούς ρόλους του Σίτι του Λονδίνου ήταν να παρέχει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κεφάλαια για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, συνεισφέροντας σε μία επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας με αντοχές και πλούτο σε βάθος χρόνου. Σήμερα, το μεγαλύτερο βάρος έχει δοθεί στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και τη σύναψη συμφωνιών σε χρόνο ρεκόρ, μια κυρίαρχη τάση που ο λόρδος Τέρνερ χαρακτήρισε ως «κοινωνικά άχρηστη». Η επένδυση σε εταιρείες του μέλλοντος, αντίθετα, έχει εξελιχθεί σε ένα «παγωμένο τοπίο» συγκριτικά με την κερδοσκοπία που εκτονώνεται από τις μεταβολές των τιμών των μετοχών, των επιτοκίων, των νομισμάτων και των τιμών των εμπορευμάτων. Σπανίως, η χρηματοοικονομική σπέκουλα, πηγή πλούτου στη σύγχρονη εποχή, σχετίζεται με τη δημιουργία αξιών.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_28/08/2009_327107

Σχόλια