Αν υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες για την ιεραρχία των δυνάμεων και τον ρόλο της κυβέρνησης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική και οικονομική ύφεση τις έβαλε στην άκρη.
Αυτού του είδους οι οικονομικές αναταραχές οποτεδήποτε κι αν συμβαίνουν αντιμετωπίζονται συχνά ως φυσικές συνέπειες της αόρατης εξουσίας των «δυνάμεων της αγοράς». Ετσι, η διάλυσή τους έχει σταθερά εκχωρηθεί στους ίδιους θεατρίνους που την προκάλεσαν από πρώτο χέρι. Στον ειδεχθή κόσμο των υψηλών οικονομικών, η διαχείριση των οικονομικών θεμάτων, σε όλα τα επίπεδα, έχει ιδιωτικοποιηθεί, και ο ρόλος του κράτους έχει περιθωριοποιηθεί.
Η θεωρία του αποδεσμευμένου καπιταλισμού που επινοήθηκε από την Οικονομική Σχολή του Σικάγου και ενσαρκώθηκε από τον «Θείο Μίλτι» (Μίλτον) Φρίντμαν,
Εν συντομία, η θεωρία της καπιταλιστικής ορθοδοξίας συνεπιφέρει μία περίεργη ιδέα αναφορικά με το κράτος, ή ειδικότερα οραματίζεται ένα σύνολο περιορισμένων προσχεδιασμένων εγχειρημάτων που θα πρέπει το κράτος να αναλάβει.
Οι κρίσεις, φυσικής ή ανθρώπινης προέλευσης, εγγυώνται την αποδοχή δραστικών μέτρων και «θεραπειών-σοκ» από το κοινό. Ετσι, η διάλυση της ρωσικής οικονομίας, μιας καταστροφής ανθρώπινης προέλευσης, επέτρεψε στον Τζέφρι Ζακς και στην ομάδα του από το Χάρβαρντ να εφαρμόσουν τη δική τους «θεραπεία-σοκ» χωρίς να προσελκύσουν ιδιαίτερη προσοχή μέχρι που ήταν πια πολύ αργά.
Τέτοια μοντέλα «θεραπείας-σοκ» πρωτοδοκιμάστηκαν στη Λατινική Αμερική και τη Γιουγκοσλαβία με τα γνωστά αποτελέσματα. Αλλά στη Ρωσία εφαρμόστηκε γρήγορα και, ενώ ο Μπόρις Γέλτσιν βρισκόταν σε αλκοολική αφασία, πέτυχε θαυμάσια: δημιούργησε εφτά ολιγάρχες με περισσότερα από ένα διαβατήρια (Blogger: και δικά μας παλληκάρια - λέγε Χριστοφοράκο siemens έχουν διπλά διαβατήρια!!!) που αντιμετώπιζαν τη ρωσική κυβέρνηση ως ιδιωτικό τους μηχανισμκό ασφαλείας και τον εθνικό πλούτο ως βασιλική τους κληρονομιά.
Οκαπιταλισμός της καταστροφής, οι θεραπείες-σοκ και ο εταιρικός κανιβαλισμός οδήγησαν στην ιδιωτικοποίηση των κυβερνητικών λειτουργιών και την κατάλυση της εναπομείνασας προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ο γρηγορότερος τρόπος για να προωθήσει κανείς τα ιδιωτικά συμφέροντα στην εποχή του οικονομικού κανιβαλισμού, γνωστού και ως «συγχωνεύσεις και εξαγορές», είναι να εκμεταλλευτεί το φόβο για τις φυσικές ή ανθρώπινες καταστροφές και να είναι έτοιμος να εφαρμόσει μια «θεραπεία-σοκ». Οι αήθεις ελίτ των μάνατζερ της νέας εποχής, εντός κι εκτός κυβέρνησης, είναι σίγουρες ότι μια φοβισμένη παγκόσμια κοινωνία μπορεί να οδηγηθεί μέσω σοκ στη συμμόρφωση μόνον εάν η κριτική σκέψη δεν αναμιχθεί στις προσχεδιασμένες σκευωρίες. Και ελάχιστοι άνθρωποι θέτουν ερωτήματα σε μια ατμόσφαιρα κρίσης. Τελικώς όλες οι κρίσεις -είτε πρόκειται για χρηματοπιστωτικές ληστείες υψηλής τεχνολογίας είτε για τυφώνες, τσουνάμι ή πολέμους- μπορούν να μετατραπούν σε ευκαιρίες, συνήθως από εκείνους που τις προκάλεσαν.
Αρθρο Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. ΣΤΑΥΡΟΥ* (* Επίτιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ)
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=64781
=============================
Mεταγεννέστερη προσθήκη:
Δύο δρόμοι για την έξοδο από την οικονομική κρίση
Η στροφή σε δρακόντεια δημοσιονομική πειθαρχία απειλεί να προκαλέσει δεύτερο κύμα ύφεσης
Tου Πετρου Παπακωνσταντινου
«Η πιο συναρπαστική ιστορία διάσωσης του 2009 ήταν εκείνη του πιλότου Τσέσλι Σούλενμπεργκερ, ο οποίος κατάφερε να ακινητοποιήσει με ασφάλεια ένα Airbus A320 στα παγωμένα νερά του ποταμού Χάντσον, στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Η ψυχραιμία του, η οποία έσωσε τη ζωή 155 ανθρώπων, δικαιολογούσε με το παραπάνω το συγχαρητήριο τηλεφώνημα του Μπαράκ Ομπάμα. Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος επρόκειτο να παίξει ο ίδιος πρωταγωνιστικό ρόλο σε μιαν άλλη συναρπαστική ιστορία του 2009, που θα μείνει στην ιστορία: τη διάσωση της αμερικανικής οικονομίας στο χείλος μιας δεύτερης Μεγάλης Υφεσης, τύπου 1929 - 33».
Με αυτά τα λόγια άρχιζε το πολύ εγκωμιαστικό, για τον Μπαράκ Ομπάμα, άρθρο των Τζον Ποντέστα και Μάικλ Ετινγκερ στους Financial Times της περασμένης Δευτέρας. Οι αρθρογράφοι εκθείαζαν «το πιο επιθετικό κρατικό πρόγραμμα τόνωσης της οικονομίας στην Ιστορία, ύψους 787 δισ. δολαρίων», χάρη στο οποίο το φάσμα μιας συστημικής κατάρρευσης απομακρύνθηκε. Και η εκτίναξη του ελλείμματος σε αστρονομικά ύψη, άνω του 10%, κάτι που είχε συμβεί στο παρελθόν μόνο σε περιόδους Παγκοσμίου Πολέμου; Μην ανησυχείτε, λένε οι συντάκτες, «τα σημερινά ελλείμματα είναι αναγκαία και αποδεκτά, καθώς επιταχύνουν την ανάκαμψη». Και προσθέτουν: «Οσοι μας καλούν να στραφούμε επειγόντως στην περιστολή κρατικών δαπανών αγνοούν το γεγονός ότι μια απότομη πτώση της ζήτησης θα εκτροχιάσει την ανάκαμψη και θα εμποδίσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε μια πάντα εύθραυστη οικονομία».
Στα μάτια αρκετών Ευρωπαίων –ακόμη και σοσιαλδημοκρατών, όπως ο μέχρι πρότινος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Πέερ Στάινμπρουκ, που είχε καταγγείλει την Αμερική για «αμόκ χυδαίου κεϊνσιανισμού»– παρόμοιες θέσεις είναι πιθανό να κατακεραυνωθούν ως ανεύθυνος λαϊκισμός. Ωστόσο, οι εν λόγω θέσεις δημοσιεύθηκαν στην πιο αντιπροσωπευτική φωνή του City του Λονδίνου, τους Financial Times, ενώ ένας εκ των δύο συντακτών, ο Τζον Ποντέστα, διετέλεσε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, από το 1998 μέχρι το 2001.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένο κρούσμα, αλλά για τυπικό δείγμα μιας θεαματικής αντιστροφής. Επί δεκαετίες, είχαμε συνηθίσει να θεωρούμε φυσική τάξη των πραγμάτων να λειτουργεί η Αμερική ως Μέκκα του νεοφιλελευθερισμού και η Ευρώπη, πρωταθλήτρια του «κοινωνικού κράτους», να ακολουθεί γογγύζοντας, με συμβιβασμούς απέναντι στα συνδικάτα. Τώρα, οι ρόλοι έχουν αλλάξει: η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα, αν και απέχει πάρα πολύ από το New Deal του Ρούζβελτ, αναζητεί διέξοδο από την κρίση μέσω της στήριξης της ζήτησης και με έστω νοθευμένες μεταρρυθμίσεις υπέρ λαϊκών στρωμάτων, όπως στην περίπτωση της κοινωνικής ασφάλισης. Αντίθετα, η Κομισιόν, σαν άλλος Οδυσσέας, παραμένει δεμένη στο κατάρτι του Συμφώνου Σταθερότητας για να μην ακούει τις Σειρήνες του «λαϊκισμού» και απειλεί να παραδώσει τα απείθαρχα κράτη - μέλη στους κέρβερους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο άμεσος κίνδυνος μιας τόσο στενά «λογιστικής» προσέγγισης είναι ο στραγγαλισμός της ασταθούς ανάκαμψης και η βύθιση σε ένα δεύτερο, ίσως ακόμη περισσότερο οδυνηρό κύμα ύφεσης, σε στυλ «W», όπως επεσήμανε πρόσφατα, από τις στήλες των New York Times, ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν. «Αν ακούσουμε αυτές τις φωνές», σημείωνε ο Αμερικανός οικονομολόγος, «θα επαναλάβουμε το μεγάλο σφάλμα του 1937, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και η κυβέρνηση Ρούζβελτ αποφάσισαν ότι η Μεγάλη Υφεση αποτελούσε πλέον παρελθόν και ότι ήταν καιρός να αφήσει στην άκρη η οικονομία τα δεκανίκια της. Οι κρατικές δαπάνες ακρωτηριάστηκαν, το χρήμα έγινε πιο ακριβό και η οικονομία πολύ σύντομα βυθίστηκε εκ νέου στην άβυσσο».
Στο ίδιο μήκος κύματος συναντάμε την ανάλυση του καθηγητή Ζαν - Πολ Φιτουσί στη γαλλική Le Monde της περασμένης Δευτέρας. Υπενθυμίζει ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες διασώθηκαν το 2009 μόνο χάρη στις δραστικές παρεμβάσεις των εθνικών κρατών και στηλιτεύει την Κομισιόν, η οποία «ενώ είχε πάθει αφωνία όσο διαρκούσε η θύελλα, ξαναβρίσκει τώρα τη μιλιά της για να υποβάλει τις 20 από τις 27 χώρες - μέλη της Ενωσης στη διαδικασία της επιτήρησης για υπερβολικά ελλείμματα».
Oι «Oίκοι»
Εξίσου καυστικός είναι ο Γάλλος οικονομολόγος απέναντι στους περιλάλητους «οίκους αξιολόγησης», οι οποίοι υποτίθεται ότι μας κρατούν σε πολιτική ομηρία, καθώς οι εκθέσεις τους επηρεάζουν καταλυτικά το κόστος δανεισμού κάθε χώρας. Ο Φιτουσί υπενθυμίζει ότι οι ίδιοι οίκοι που έδιναν άριστα το καλοκαίρι του 2008 στα τοξικά απόβλητα της Λίμαν Μπράδερς και των άλλων μεγαθηρίων της Γουόλ Στριτ που κατέρρευσαν, σήμερα ρίχνουν κάτω από τη βάση ολόκληρες εθνικές οικονομίες της Ευρωζώνης. «Η ανικανότητά τους βρίσκεται σήμερα στην υπηρεσία των αγορών ομολόγων. Χθες, συνέβαλαν στην κρίση υποεκτιμώντας τους εγγενείς κινδύνους των χρεωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων, σήμερα κινδυνεύουν να την βαθύνουν υπερεκτιμώντας τον κίνδυνο από το χρέος του δημοσίου». Ολα αυτά δεν σημαίνουν, βεβαίως, ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών είναι ανύπαρκτο ή ασήμαντο. Διαμηνύουν, ωστόσο, ότι η αντιμετώπισή του δεν είναι μονόδρομος, όπως επιμένει μια διαδεδομένη, αλλά πολύ επικίνδυνη φιλοσοφία, η οποία καταλήγει να αρνείται, επί της ουσίας, την πολιτική, την ίδια τη δημοκρατία, στο όνομα μιας υποτιθέμενης «οικονομικής αναγκαιότητας». Αν η ευφορία της δεκαετίας του 1990 βρήκε τη συνόψισή της στον αφορισμό του Τζορτζ Στεφανόπουλος «it’s the economy, stupid» (είναι η οικονομία που αποφασίζει, ανόητε), η μεγάλη κρίση στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας μάς άφησε μια πολύ διαφορετική κληρονομιά: «It’s politics, stupid»!
«Πού πήγαν τα λεφτά» ρωτούν οι φορολογούμενοι
Αλήθεια, πού πήγαν αυτά τα τεράστια κονδύλια που ξόδεψε το κράτος από τους φόρους μας, εξαιτίας των οποίων βρεθήκαμε ξαφνικά χρεωμένοι μέχρι τον λαιμό; Στο απλό αυτό ερώτημα, που ελάχιστους απασχολεί, τα στοιχεία που δίνει ο αρθογράφος της Le Monde μιλούν από μόνα τους: «Σύμφωνα με το ΔNT, οι χώρες του G20 αφιέρωσαν κατά μέσον όρο το 17,6% του ΑΕΠ στην άμεση ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και μόνο, πάντα κατά μέσον όρο, το 0,5% του ΑΕΠ το 2008, το 1,5% το 2009 και το 1% το 2010 σε επιδοτήσεις μέσω κρατικού προϋπολογισμού». Οσο για την Ευρωζώνη, «οι κρατικές δαπάνες για την αναθέρμανση της οικονομίας έφτασαν, στο σύνολο της τριετίας, μόλις το 1,6% του αθροιστικού ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ ανέβηκαν στο 5,6%».
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν δύο φορές για λογαριασμό των τραπεζών, την πρώτη φορά επειδή «πρέπει» να διασωθούν με χρήματα των φορολογουμένων και τη δεύτερη για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες του προϋπολογισμού, που έτσι δημιουργήθηκαν. Στο ενδιάμεσο διάστημα, ήταν οι ίδιες τράπεζες που λήστευαν τα εθνικά κράτη, αφού δανείζονταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με 1,5% και δάνειζαν τα κράτη με 5,5% ή 6%. Το απλό ερώτημα, γιατί, αφού «πρέπει» να τους δώσουμε τόσα λεφτά, δεν τις εθνικοποιούμε τουλάχιστον ούτε καν τις υποχρεώνουμε να αλλάξουν τους όρους λειτουργίας τους (δάνεια, επιτόκια, φορολόγηση κερδών κ.ά.), περιμένει ακόμη την απάντησή του.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_10/01/2010_386245
========
Blogger: Μεταγεννέστερη εγγραφή 19/1/2010
Θα μας κυβερνήσουν οι... Γερμανοί;
Eμβρόντητος μένει κανείς διαβάζοντας θέσεις που προωθούν τελευταία ορισμένα σοβαρά γερμανικά έντυπα. Παίρνοντας αφορμή από την οικονομική κατάσταση της Eλλάδας και γενικεύοντας όλο και συχνότερα εσχάτως με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει και τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες της ευρωζώνης (Iταλία, Iσπανία, Πορτογαλία), προπαγανδίζουν χωρίς περιστροφές την... κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας αυτών των κρατών-μελών της EE στον οικονομικό τομέα! Γράφουν ανενδοίαστα, μάλιστα, ότι θα περνάμε καλύτερα, αν αποφασίζουν αυτοί στο Bερολίνο απευθείας ή με το φύλλο συκής των Bρυξελλών. «Oλες οι χώρες -όχι μόνο η Eλλάδα- θα έπρεπε να ανέχονται επεμβάσεις απέξω», διακηρύσσει ευθέως π.χ. η εφημερίδα «Nτι Tσάιτ», η οποία μάλιστα πρόσκειται στο Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα της Γερμανίας, που βρίσκεται πλέον στην αντιπολίτευση. Πού να κυβερνούσε κιόλας το SPD, το «αδελφό» κόμμα του ΠAΣOK!
H λογική της εφημερίδας είναι απίστευτα ωμή και το γεγονός ότι τολμάει να γράφει τέτοια πράγματα υποδηλώνει πόσο επιθετικό έχει γίνει το γερμανικό κατεστημένο και πόσο αλαζονικά ισχυρό αισθάνεται, αδιαφορώντας για την οργή και τις αντιδράσεις που αντικειμενικά προκαλούν παρόμοιες θέσεις.
«Tο ερώτημα δεν είναι απλώς μήπως οι Γερμανοί θέλουν να σώσουν τους Eλληνες, αλλά και αν οι Eλληνες θέλουν να σωθούν. Γιατί «σώζω» σε αυτή την περίπτωση σημαίνει επίσης «συγκυβερνώ»», γράφει η «Nτι Tσάιτ» και συνεχίζει: «Tα διασωζόμενα κράτη χάνουν την κυριαρχία τους που περιέρχεται στο εξωτερικό ή σε διεθνείς οργανισμούς. Για τη φορολογία και για τα έξοδα για σχολεία και δρόμους δεν θα λαμβάνονται πλέον οι αποφάσεις στις αντίστοιχες πρωτεύουσες, αλλά στις Bρυξέλλες, στο Bερολίνο ή στο Παρίσι. Eκεί θα αποφασίζεται και το ύψος του προϋπολογισμού, η κορωνίδα του Kοινοβουλίου σε μια δημοκρατία. Φρίκη για κάθε αρχηγό κυβέρνησης, ταμπού για κάθε έθνος. Πολλοί οικονομολόγοι, όμως, υποστηρίζουν ακριβώς αυτό».
Kαθόλου δεν φαίνεται να διαφωνεί η «Nτι Tσάιτ» με την άποψη αυτή. Tο αντίθετο: «Πραγματικά, πολλές χώρες θα βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση, αν η κυβέρνηση παρέδιδε την εθνική κυριαρχία», υποστηρίζει ευθέως η σοσιαλδημοκρατική, υπενθυμίζουμε, εφημερίδα.
Oλες οι γερμανικές αναλύσεις καταλήγουν τελικά στο ότι η βαθύτερη αιτία της κακοδαιμονίας των χωρών της Mεσογείου είναι ότι οι κυβερνήσεις τους έδωσαν στους εργαζόμενους αυξήσεις μισθών... μεγαλύτερες ποσοστιαία από εκείνες που έδωσαν οι γερμανικές κυβερνήσεις!
«Στις νότιες χώρες οι μισθοί ανέβηκαν ισχυρότερα από όσο στη Γερμανία», γράφει με εμφανή φρίκη η συντηρητική «Φράνκφουρτερ Aλγκεμάινε», παρουσιάζοντας μελέτη της γερμανικής τράπεζας Kομέρτσμπανκ - της δεύτερης σε μέγεθος ιδιωτικής τράπεζας της Γερμανίας που η κυβέρνηση της έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ και την εθνικοποίησε εν μέρει τον Iανουάριο του 2009, για να τη διασώσει από τη βέβαιη χρεοκοπία.
«Tελευταία, κυβερνήσεις χωρών-μελών της EE φοβούνται να προχωρήσουν ακόμη και σε περιορισμένες περικοπές μισθών», γράφει με απέχθεια και η «Nτι Tσάιτ», για να μας πληροφορήσει ότι ακριβώς «γι’ αυτό η Kομισιόν υποστηρίζει μια στενότερη ακριβή προσαρμογή των εθνικών οικονομικών πολιτικών... Oλες οι χώρες θα έπρεπε να συντονίζουν τους φόρους, τους μισθούς και τις κρατικές δαπάνες».
- Tο σκεπτικό είναι εν τέλει σαφέστατο: να καταλυθεί η εθνική κυριαρχία των χωρών της Mεσογείου, για να μη δίνουν οι κυβερνήσεις τους αυξήσεις στους εργαζόμενους μεγαλύτερες από όσο αποφασίζει η καγκελάριος Mέρκελ! Aπό πού αντλούν το θράσος να γράφουν τέτοια πράγματα;
- Eίναι εκπληκτικό, δε, ότι η «Nτι Tσάιτ» υποστηρίζει αυτή την πολιτική, παρόλο που στο ίδιο άρθρο της ομολογεί ότι ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών - Πράσινων εκδιώχθηκε από το εκλογικό σώμα, γιατί με την αντεργατική «Aτζέντα 2010» του πρώην καγκελάριου Σρέντερ, «παρόλο που η οικονομία κάλπαζε, οι πολίτες είχαν λιγότερα χρήματα στο πορτοφόλι τους». Tι να πει κανείς.
AMEΣH AΠEIΛH
H Eνιαία Eυρώπη δεν είναι Pάιχ
- Oι γερμανικές θεωρίες περί κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας ορισμένων κρατών-μελών της EE, με πρόσχημα την οικονομική τους κατάσταση, είναι πολύ επικίνδυνες. Mε καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται να αφήνονται να κυκλοφορούν, χωρίς να καταδικάζονται απερίφραστα. Tο παρελθόν της Γερμανίας, ιδίως κατά τον περασμένο αιώνα, όταν προσπάθησε δύο φορές διά της βίας να μετατρέψει την Eυρώπη σε γερμανικό Pάιχ, δεν αποτελεί φυσικά παράγοντα εφησυχασμού.
Yποτίθεται ότι η EE αποτελεί χώρο συνεργασίας ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών και λαών, όχι στρατόπεδο με Γερμανούς αξιωματικούς που δίνουν εντολές και με Eυρωπαίους φαντάρους που τις εκτελούν.
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11826&subid=2&pubid=9600869
==========================
Μετανάστευση, ιθαγένεια, έθνος, δικαιώματα, πατρίδα. «Η συζήτηση -δηλαδή ποια συζήτηση; μήπως ο μονόλογος;- γίνεται ακόμη και μεταξύ λογίων και επιστημόνων, με τρόπο ανατριχιαστικά δημοσιογραφικό, με επιπολαιότητες, με ανακρίβειες, με αμετροέπειες»...
Αυτά σημειώνει στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω» ο Αλέξης Ζήρας. Ως ελάχιστη συμβολή στον αναγκαίο διάλογο, η στήλη παραθέτει αποσπάσματα από το ενδιαφέρον αυτό σημείωμα:
«Οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών αποφεύγουν να δηλώσουν ότι η αποδόμηση των επιμέρους εθνών και κοινωνιών της Ευρώπης είναι συστατική προϋπόθεση για την υλοποίηση του "οράματος" των "Ηνωμένων Πολιτειών" της (...). Τα 2-3 τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια της οικονομικής κρίσης, οι ισχυροί εταίροι μας έκαναν πολύ αυστηρότερο, έως απαγορευτικό τον έλεγχο εισόδου των μεταναστών στις χώρες τους.
Προέκριναν έτσι ορισμένα κράτη, όπως η Ελλάδα, με εγγενή προβλήματα διοίκησης και σχεδόν ανύπαρκτη στρατηγική υποδοχής, να παίξουν τον ρόλο των "χωρών συσσώρευσης" (...). Τα προβλήματα ένταξης και συνύπαρξης των μεταναστών στη χώρα μας άρχισαν να γίνονται πιεστικά μετά το 2000, όταν οι φραγμοί εισόδου τους στην "εκσυγχρονισμένη" Ε.Ε. οδήγησαν στην εδώ γεωμετρική άνοδο του αριθμού τους.
Τότε άρχισε να ξυπνάει και να εξαπλώνεται ο φόβος για τον άλλο, τότε άρχισαν καθαρά οι ιδεολογικοί αναχρονισμοί και οι σοβινισμοί από πολιτικές ομάδες της άκρας δεξιάς (...). Δεν υπάρχει αμφιβολία ωστόσο ότι η ενοχή και ο φόβος για τον άγνωστο άλλο, προτού πάρουν για μια ακόμα φορά το πολιτικό τους πρόσημο, είναι αντιδράσεις με βαθύτερα αίτια, πολύ βαθύτερα και πολύ ευρύτερα από όσα νομίζουν οι θεωρητικές προσεγγίσεις της αριστεράς και των ευκαιριακά φίλα προσκείμενων πανεπιστημιακών της (...). Και το όλο πράγμα σπρώχνεται στην κυριολεξία σε μια λύση σπουδής από την παρούσα κυβέρνηση, όχι λόγω πραγματικού ενδιαφέροντος για τις κοινωνικές ομάδες των μεταναστών και της ενσωμάτωσής τους, αλλά λόγω της υπόρρητης ή φανερής ελπίδας ότι έτσι θα βελτιωθούν τα οικονομικά του κράτους, των ασφαλιστικών Ταμείων, αλλά θα ενισχυθούν και οι πλειοψηφίες της προσεχούς εκλογικής κάλπης»...
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=10/02/2010&s=o-typos-twn-hlwn
Σχόλια