ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ: Αντιμέτωποι με έναν τεράστιο κίνδυνο

...και με μία απίστευτα μεγάλη ευκαιρία, η οποία μας προσφέρει μία μοναδική δυνατότητα να διορθώσουμε λάθη δεκαετιών

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του καπιταλισμού, ενός συστήματος που ουσιαστικά χαρακτηρίζεται από μία εξελικτική διαδικασία, δεν είναι οι μεγάλες κρίσεις που συνήθως τον εκτρέφουν, αλλά η στασιμότητα, η οποία τον καθιστά αργά ή γρήγορα «ατροφικό». Μία τέτοια στασιμότητα είναι δυνατόν να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, με κυριότερο όλων την εξάντληση των επενδυτικών ευκαιριών.

  • Με δεδομένο τώρα ότι η Πολιτική εκφράζει ουσιαστικά το οικονομικό «σύστημα» που επιλέγεται από τις κοινωνίες, μία ενδεχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού θα σήμαινε την ολοκληρωτική «ακύρωση» της υφιστάμενης «τάξης πραγμάτων». Κατά την άποψη μας, ευρισκόμαστε μεσοπρόθεσμα αντιμέτωποι ακριβώς με αυτόν τον τεράστιο κίνδυνο, έχοντας δυστυχώς μία πολύ περιορισμένη αντίληψη του. Ευτυχώς όμως, η χρηματοπιστωτική κρίση αντέδρασε βίαια στη θέση μας, φέρνοντας στην επιφάνεια την «ασθένεια» και προσφέροντας μας μία μοναδική ευκαιρία για να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος.

Για να τεκμηριώσουμε την άποψη μας, θα ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι, η εξάντληση των επιχειρηματικών ευκαιριών, σε σχετικά μεγάλο βαθμό σήμερα, δεν έχει προέλθει από την πλήρη ικανοποίηση των αναγκών μας, η οποία δεν θα επέτρεπε παρά ελάχιστα κίνητρα για την περαιτέρω προώθηση της παραγωγικής προσπάθειας - όπως είχε υποτεθεί με επιφύλαξη από κάποιους οικονομολόγους στο απώτερο παρελθόν. Η εξάντληση αυτή δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της μετατόπισης μεγάλου μέρους της παραγωγικής διαδικασίας στην Ασία, αλλά και της συνεχούς μεγέθυνσης των «δυτικών» επιχειρήσεων, μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, η οποία τα τελευταία χρόνια εντάθηκε από τις συνεχείς αποκρατικοποιήσεις που επιλέχθηκαν από την πολιτική ηγεσία (Θάτσερ, Ρέιγκαν κλπ), με στόχο τη συρρίκνωση του κράτους.

Οι υπερμεγέθεις πολυεθνικές προέκυψαν στην ουσία από τη συνεχή συγκέντρωση των δραστηριοτήτων πολλών μικρών ή μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων, με αρχικό στόχο τον ορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας - ενδυναμωμένο από τις αυξημένες απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης. Στη συνέχεια, εξελίχθηκαν σε αυτονομημένους διαχειριστικούς οργανισμούς, με τις σχέσεις υπαλληλίας εντός τους να αποκτούν χρόνο με το χρόνο τα χαρακτηριστικά μίας γραφειοκρατικής οργάνωσης, αντίστοιχης με αυτής των εθνικών κρατών. Η πρόοδος, ιδιαίτερα η τεχνολογική, έγινε το αντικείμενο εξαρτημένων παραγωγικών ομάδων, αποτελουμένων από επαγγελματίες ειδικούς, οι οποίοι φρόντιζαν και φροντίζουν να λειτουργεί με προβλέψιμο τρόπο ότι τους ζητηθεί – νέα προϊόντα, καινούργιοι μέθοδοι παραγωγής κλπ.

  • Το γεγονός αυτό οδήγησε στον «εξοστρακισμό» του νεωτεριστή-επιχειρηματία ο οποίος, πριν από μερικές δεκαετίες, ήταν αυτός που κινούσε τον παραγωγικό μηχανισμό, με τις εφευρέσεις του, με τα ρίσκα του και με τη συνεχή, ακούραστη δραστηριοποίηση του. Έτσι, «εξαλείφθηκε» σε μεγάλο βαθμό η ίδια η δημιουργικότητα, η οποία ανέκαθεν ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα των νέων και της μικρομεσαίας επιχείρησης - με τη μεγάλη να εισέρχεται όταν πλέον κρινόταν απαραίτητη η «βιομηχανοποίηση» των νεωτεριστικών προϊόντων.
  • Περαιτέρω, ο ενδιάμεσος «κενός» χώρος, αυτός δηλαδή που μεσολαβεί μεταξύ των πολυεθνικών και των απομακρυσμένων πλέον μετόχων τους, καλύφθηκε από το χρηματοπιστωτικό κλάδο. Ο επίσης «πολυεθνικός» αυτός κλάδος, υποσχόμενος μεγάλα κέρδη στους επενδυτές και καταθέτες του, κυριαρχήθηκε «υποχρεωτικά» από διάφορους οικονομικούς «ζογκλέρ».

Επειδή όμως οι περισσότερες υποσχέσεις κερδών ήταν υπερβολικές (για παράδειγμα, αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων άνω του 25%), δεν ήταν συμβατές με τις ρεαλιστικές δυνατότητες των επιχειρήσεων. Έτσι πολλές από αυτές, υπό την πίεση της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας και των υπερβολικών απαιτήσεων της διοίκησης τους, οδηγήθηκαν στην καταστροφή.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η αντικατάσταση των ιδιοκτητών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από

  • α) τους διευθυντές των πολυεθνικών, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για την εταιρεία, αλλά για το δικό τους ιδιωτικό συμφέρον, καθώς επίσης
  • β) από τους απομακρυσμένους μεγαλομετόχους, που σπάνια έχουν μόνιμους δεσμούς με τις επιχειρήσεις «τους»,
  • γ) από τους μικρομετόχους, που ενδιαφέρονται κυρίως για κάποια περιστασιακά κέρδη από την αγοραπωλησία των μετοχών τους και από
  • δ) ένα υπαλληλικό προσωπικό που εκτελεί απλά εντολές, αντίστοιχο με αυτό του δημοσίου.
προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, τη λεηλασία των «απρόσωπων» εταιριών, μαζί με την κατακόρυφη μείωση της παραγωγικότητας τους (σε αρκετές περιπτώσεις, η «ωραιοποίηση» των Ισολογισμών απέκρυβε έντεχνα την πραγματικότητα – γεγονός που δυστυχώς συνεχίζεται).
Ο «εγκληματικός» αυτός συνδυασμός, με την ανεύθυνη «συνέργια» του χρηματοπιστωτικού κλάδου (ο οποίος διέφθειρε εντελώς, με την «κληρονομική» απληστία του, τις υπόλοιπες μεγάλες επιχειρήσεις), καθώς επίσης με την είσοδο των νέων πληθυσμών στο καπιταλιστικό σύστημα, μας έφερε αντιμέτωπους με την τεράστια κρίση που βιώνουμε σήμερα σε «πρώτο βαθμό».

  • Παράλληλα, η ίδια αυτή η μεγέθυνση των επιχειρήσεων απαλλοτρίωσε σε μεγάλο βαθμό και την πολιτική, η οποία έπαψε ουσιαστικά να στηρίζεται στην πλειοψηφία, καταλήγοντας κάποιες φορές ακόμη και εντολοδόχος των πολυεθνικών. Το συμπέρασμα αυτό τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο από τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διενεργούνται οι προεκλογικές εκστρατείες στις Η.Π.Α. (marketing, κόστος κλπ), καθώς επίσης από την επικράτηση του διαχειριστικού και μάλλον απολιτικού δικομματισμού.

Ενισχυόμενοι δηλαδή επίσημα οι πολιτικοί και των δύο αμερικανικών κομμάτων εξουσίας από τις επιχειρήσεις, δεν μπορεί παρά να συσσωρεύουν «πολιτικά χρέη», τα οποία αργά ή γρήγορα είναι υποχρεωμένοι να εξοφλήσουν. Με τον τρόπο αυτό, η συνεχής αύξηση της παρεμβατικότητας των πολυεθνικών στην πολιτική είναι δεδομένη. Η ισχύς τους αποδεικνύεται σήμερα από το ότι, στην αποφυγή της φορολόγησης εκ μέρους τους με τη βοήθεια των φορολογικών παραδείσων, προστέθηκε η επιδότηση τους από τα δημόσια ταμεία.

  • Δηλαδή, κάποιες πολυεθνικές όχι μόνο δεν πληρώνουν πλέον φόρους αλλά, αντίθετα, εισπράττουν «φόρους» από όλους μας, για να διατηρηθούν σε λειτουργία - είτε για να μην απολύσουν τους υπαλλήλους τους (όλους εμάς δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών), είτε για να μην καταστρέψουν ολοσχερώς το σύστημα.

Αντίστοιχα φυσικά δεδομένη είναι και η διεύρυνση της «αποστασιοποίησης» των πολιτών (πρόσφατο παράδειγμα η αποχή από τις Ευρωεκλογές), οι οποίοι προσδοκούν περισσότερα οφέλη από τις πολυεθνικές που τους προσφέρουν εργασία, παρά από τα κράτη που συνεχίζουν να επιμένουν στην εθνική απαλλοτρίωση – στις περαιτέρω δηλαδή αποκρατικοποιήσεις που, σε τελική ανάλυση, «εκτρέφουν» τις πολυεθνικές, συμβάλλοντας στην υπερμεγέθυνση τους.

  • Έτσι η καπιταλιστική διαδικασία, θεμέλιο της οποίας είναι η μικρομεσαία επιχείρηση και η ιδιοκτησία, κινδυνεύει να πάψει να έχει λόγο ύπαρξης, συμπαρασέρνοντας μαζί της την ελεύθερη αγορά και την πολιτική που την εκφράζει. Η διαδικασία αυτή δηλαδή, ενισχυόμενη από την ολοσχερή απώλεια των κρατικών επιχειρήσεων, απειλεί τελικά ολόκληρο το υφιστάμενο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα – σιωπηλά, υπόγεια και χωρίς να γίνεται καθόλου αντιληπτή!

Στην πραγματικότητα λοιπόν, αυτή τη στιγμή δεν αντιμετωπίζουμε μία απλή ύφεση, ανάλογη με αυτές του παρελθόντος, οι οποίες οφείλονταν σε λανθασμένες πολιτικές - εν μέρει στην αποσταθεροποιητική επίδραση των νεωτεριστικών μεθόδων παραγωγής και των νέων προϊόντων. Είμαστε πιθανότατα αντιμέτωποι με μία θεμελιώδη αλλαγή που επιδιώκεται από έναν παραδόξως «αυτονομημένο μηχανισμό» (εν μέσω συνθηκών παγκόσμιου οικονομικού πολέμου), ο οποίος όμως παρουσίασε για καλή μας τύχη «λειτουργικά σφάλματα». Έτσι, «βιώνουμε» μία εξαιρετικά σημαντική χρονική στιγμή, η οποία εμπεριέχει ταυτόχρονα πολλαπλούς κινδύνους και μεγάλες ευκαιρίες.


ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

1. Να κρατικοποιηθούν ξανά οι μη υγιείς μεγάλες επιχειρήσεις, εκτινάσσοντας τα δημοσιονομικά χρέη στα ύψη

Ίσως, παρά τους κινδύνους και τις όποιες αμφιβολίες, να ήταν υποχρεωτική η ενίσχυση των τραπεζών από τα κράτη (που δυστυχώς δεν πρόβλεψαν εγκαίρως την «εξέλιξη»), για να ξεπεραστεί η κρίση και να μην υπάρξει ο κίνδυνος των «ουρών» στα ταμεία. Άλλωστε, τόσο ο «κοινωνικός» καπιταλισμός, όσο και η νεοφιλελεύθερη εκδοχή, απαιτούν την ύπαρξη ενός ισχυρού κράτους, το οποίο να μην τοποθετεί μόνο το πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, αλλά και να επεμβαίνει «πυροσβεστικά», όταν υπάρξει σοβαρός λόγος.

Όμως, αφενός μεν θα έπρεπε αυτή η «επέμβαση» να ήταν το αποτέλεσμα ενός σωστά προμελετημένου σχεδίου, αφετέρου δε να ακολουθηθεί από την έγκαιρη αποχώρηση του κράτους, χωρίς να μεσολαβήσουν ζημίες για τους φορολογουμένους - προλαβαίνοντας δηλαδή την έκρηξη της ωρολογιακής βόμβας των δημοσίων χρεών.

Αντίθετα, η ενίσχυση των υπολοίπων επιχειρήσεων όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη, αλλά και διαστρεβλώνει εντελώς τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς (ετεροβαρές ρίσκο κλπ), με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα σε πολλά επίπεδα, τα οποία επί πλέον είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν. Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνεται και στην πράξη ότι, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις αποτείνονται στα κράτη «εκβιάζοντας» στην κυριολεξία τη βοήθεια των φορολογουμένων και θέλοντας να μοιραστούν μαζί τους τις ζημίες, όταν ανέκαθεν κρατούσαν τα κέρδη για τον εαυτό τους.

Σε κάθε περίπτωση, το κράτος δεν είναι ο καλύτερος δυνατός επιχειρηματίας και οφείλει να παραμένει μόνο σαν ιδιοκτήτης των κοινωφελών επιχειρήσεων. Για να μην αναφερόμαστε όπως όλοι στη χώρα μας, θεωρώντας εσφαλμένα ότι μόνο εδώ συμβαίνουν «δυσάρεστα», θα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα της Αυστρίας:

Η χώρα αυτή, πρακτικά μέχρι τη δεκαετία του 1990, είχε στην ιδιοκτησία της όλες τις μεγάλες βιομηχανίες και τις τράπεζες. Όπως είναι «φυσιολογικό» λοιπόν, οι επιχειρήσεις αυτές ήταν κατανεμημένες στις διάφορες «σφαίρες ενδιαφέροντος» των δύο κομμάτων εξουσίας.

Το αποτέλεσμα ήταν να λειτουργούν με το χειρότερο δυνατόν τρόπο, κοστίζοντας τεράστια ποσά στην Οικονομία - κάτι που έγινε εμφανές μετά την είσοδο της Αυστρίας στην ΕΕ (1995). Τότε μόνο λειτούργησε ο ανταγωνισμός (επιβοηθούμενος από τη γεωγραφική θέση και την ιστορία της), καταστρέφοντας δημιουργικά τις πεπαλαιωμένες δομές.

Για να γίνει ακόμη καλύτερα κατανοητό το πρόβλημα, αρκεί να αναφέρουμε ότι ο βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm είχε γράψει το 70 πως, η Αυστρία και η Ουγγαρία είχαν πρακτικά το ίδιο οικονομικό σύστημα – παρά το ότι η μία ανήκε στην καπιταλιστική δύση και η άλλη στο κομμουνιστικό μπλοκ.

  • 2. Να αυτονομηθούν οι προβληματικές τράπεζες, αποτινάσσοντας τον «κρατικό ζυγό» και ξεφεύγοντας ολοκληρωτικά από το δημόσιο έλεγχο. Όπως φαίνεται από τον οικονομικό Τύπο, οι αμερικανικές τράπεζες προσπαθούν να συγκεντρώσουν χρήματα από τις Αγορές, έτσι ώστε να αποπληρώσουν τη βοήθεια του κράτους και να αποκτήσουν ξανά την ανεξαρτησία τους. Οι υπόλοιπες διεθνώς φαίνεται να μην διοχετεύουν χρήματα στην πραγματική οικονομία, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που θα προκληθούν και έχοντας πιθανότατα τον ίδιο στόχο.

Προφανώς λοιπόν σχεδιάζουν να συνεχίσουν το παλιό «παιχνίδι» (ενδεχομένως να το έχουν ήδη ξεκινήσει, αν κρίνουμε από την παράδοξη κίνηση των χρηματιστηριακών δεικτών, προερχόμενη μεταξύ άλλων από την υπερβάλλουσα ρευστότητα και την σταδιακή αποχώρηση της από τα μακροπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου), πριν ακόμη τους επιβληθούν καινούργιοι όροι από τα κράτη.

  • Κατά την άποψη μας, εάν δεν περιορισθούν άμεσα οι τράπεζες στην απολύτως απαραίτητη λειτουργία τους (καταθέσεις και δάνεια), με την ταυτόχρονη επιβολή εξαιρετικά αυστηρών όρων και την κατάτμηση τους σε μικρότερες, ελεγχόμενες μονάδες που να μην αποτελούν «συστημικό κίνδυνο», η επόμενη κρίση θα έλθει πολύ σύντομα, ενώ θα είναι πολύ πιο θορυβώδης - αν όχι εντελώς καταστροφική.

3. Να μη μειωθεί ο ρυθμός της παγκοσμιοποίησης, καταστρέφοντας εντελώς την εναπομένουσα «δυτική» παραγωγική διαδικασία, τις δυνατότητες επανόδου της απολεσθείσας και την αστική κοινωνία. Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τόσο η Γαλλία, όσο και η Μεγάλη Βρετανία διαπίστωσαν την αδυναμία του παραγωγικού μηχανισμού τους, επιλέγοντας την επαναφορά των χαμένων βιομηχανιών τους. Αντίθετα, η Γερμανία ήλθε αντιμέτωπη με τη μεγάλη εξάρτηση της από τις εξαγωγές, κατανοώντας την ανάγκη να αναπτυχθούν βιομηχανικά οι νεοεισερχόμενες στην ΕΕ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έτσι ώστε να απορροφώνται «εσωτερικά» τα μηχανήματα της. Όλες δε οι δυτικές χώρες κατάλαβαν ότι θα πρέπει να παράγουν ξανά προϊόντα, περιορίζοντας το ειδικό βάρος των Υπηρεσιών στο ΑΕΠ τους.

  • Είναι προφανές ότι για να συμβούν όλα αυτά, θα πρέπει τουλάχιστον να μειωθεί ο ρυθμός της παγκοσμιοποίησης και η τεράστια εξάρτηση μας από προϊόντα που δεν κατασκευάζονται στις χώρες μας. Εκτός αυτού, θα πρέπει να δοθεί χρόνος στις νέες καπιταλιστικές χώρες (Κίνα, Ινδία κλπ), έτσι ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν το ΑΕΠ τους (και εξ αυτού τα εισοδήματα τους, τα οποία είναι απόλυτα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ), μέσω της εσωτερικής κατανάλωσης και όχι εις βάρος μας. Επίσης οφείλει να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στις Η.Π.Α., ειδικά στο χαρισματικό πρόεδρο τους, για την επίλυση των προβλημάτων που «οδήγησαν» κάποιες αμερικανικές τράπεζες να «λεηλατήσουν δημιουργικά» όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

1. Να επανακρατικοποιηθούν ή να παραμείνουν κρατικοί οι κοινωφελείς οργανισμοί, σε σωστές βάσεις
Οι επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας, όπως η Ηλεκτροδότηση, η Ύδρευση, οι Συγκοινωνίες, οι Επικοινωνίες, τα Λιμάνια, τα Αεροδρόμια, οι Υποδομές και όλα τα υπόλοιπα θα πρέπει να παραμείνουν στην ιδιοκτησία του κράτους και να εξετασθούν σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας τους, κάτω από εντελώς νέες προϋποθέσεις. Η διατήρηση κάποιων άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες συντελούν αποφασιστικά στη δίκαιη λειτουργία της κοινωνίας, σε μεμονωμένη μορφή στην ιδιοκτησία του κράτους (για παράδειγμα μία και μόνο τράπεζα κρατική, παράλληλα και ανταγωνιστικά με τις όποιες ιδιωτικές), θα ολοκλήρωνε ιδανικά την κοινωνική ζωή.

Φυσικά είμαστε της άποψης ότι, οι επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας θα πρέπει να λειτουργούν με πλήρη «ιδιωτικοοικονομικά» κριτήρια, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που είναι ευρέως γνωστός. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να είναι κερδοφόρες, να συμβαδίζουν απολύτως με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και να είναι υποχρεωτικά εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Μέτοχοι μειοψηφίας τους όμως θα πρέπει να είναι κυρίως οι μικροεπενδυτές-πολίτες του κράτους που δραστηριοποιούνται, οι οποίοι θα απολαμβάνουν τα όποια οφέλη υπεραξίας δημιουργούνται από την ορθολογιστική, ανταγωνιστική διεθνώς, λειτουργία τους.
Μοναδικό, αλλά καθόλου μικρό, πρόβλημα φαίνεται να είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας αυτών των επιχειρήσεων, αφού τα εκάστοτε κυβερνητικά κόμματα δεν μπορούν (παρά το ότι αναμφίβολα το επιθυμούν) να στελεχωθούν με άτομα της ποιότητας που απαιτεί η ορθολογιστική λειτουργία τέτοιου μεγέθους επιχειρήσεων.

Στην περίπτωση όμως που α) η στελέχωση αυτών των επιχειρήσεων αποφασιζόταν να είναι «υπερκομματική» (εθνική, αντικειμενική) και β) το κράτος περιοριζόταν στην επίβλεψη (ξανά με υπερκομματικά κριτήρια) και όχι στη λειτουργία των επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας, είτε με το να προσλαμβάνει «εξωτερικό management», είτε με το να ενοικιάζει απλά τις υποδομές υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ίσως το πρόβλημα να ήταν κατά πολύ μικρότερο από αυτό που φαίνεται να είναι εκ πρώτης όψεως.

  • 2. Να κατατμηθούν όλες οι επιχειρήσεις που αποτελούν «συστημικό» κίνδυνο.Έχουμε την άποψη ότι, το μέγεθος των επιχειρήσεων πρέπει να οριοθετηθεί, έτσι ώστε η ενδεχόμενη χρεοκοπία κάποιας να μην αποτελεί κίνδυνο για το σύστημα (ανεργία κλπ), καθιστώντας το «εκβιαζόμενο». Εν πρώτοις λοιπόν, όλες οι υφιστάμενες επιχειρήσεις που τυχόν ζητήσουν τη βοήθεια του δημοσίου, θα πρέπει είτε να μην τη λαμβάνουν, είτε να συνδέεται με την κατάτμηση τους σε μικρότερες, απόλυτα ελεγχόμενες μονάδες.
3. Να αναβιώσει η μικρομεσαία επιχείρηση και ο νεωτεριστής-επιχειρηματίας
Η μικρομεσαία επιχείρηση και ο νεωτεριστής επιχειρηματίας είναι τα κύτταρα του συστήματος της ελεύθερης αγοράς. Εκτός αυτού, είναι η κύρια φορολογική βάση του δημοσίου και το υγιέστερο εκλογικό τμήμα του. Επομένως, το πλαίσιο λειτουργίας τους πρέπει επειγόντως να απλοποιηθεί, επιτρέποντας την απρόσκοπτη δραστηριοποίηση τους, ενώ οφείλουν ταυτόχρονα να προστατευθούν από τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό και την αδηφαγία των μεγάλων επιχειρήσεων – κυρίως των απρόσωπων πολυεθνικών, οι οποίες όχι μόνο δεν αποδίδουν, αλλά σύντομα θα εισπράττουν φόρους από όλους μας.

Ειδικά όσον αφορά τη φορολογία, είμαστε της άποψης ότι πρέπει να πάψει να αποτελεί την κατά κάποιον τρόπο «τιμωρία» του επιτυχημένου μικρομεσαίου επιχειρηματία, ο οποίος κάθε φορά καλείται να αναπληρώσει αυτά που «αφαιρούν» οι πολυεθνικές. Η πραγματική Δημοκρατία σεβόταν ανέκαθεν την ιδιοκτησία και δεν τιμωρούσε ποτέ την επιτυχία.

Ας μην ξεχνάμε επί πλέον ότι, η βασικότερη πηγή της διαφθοράς είναι η γραφειοκρατία. Επομένως, όλες εκείνες οι Κυβερνήσεις που δεν περιορίζουν τη γραφειοκρατία προς όφελος της μικρομεσαίας επιχείρησης (πόσο μάλλον αυτές που την εκτρέφουν), δεν έχουν ουσιαστικά την παραμικρή πρόθεση να καταπολεμήσουν τη διαφθορά.

4. Να επανέλθει η συνεχής πολιτική αναζήτηση του καλύτερου δυνατού δρόμου
Θα ξεκινήσουμε με τον όρο του «Θεσμού», συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο τους νομικούς θεσμούς, αλλά και τις νοοτροπίες της κοινής γνώμης, καθώς επίσης τόσο τις πολιτικές, όσο και τις επιχειρηματικές πρακτικές. Όλα μαζί αποτελούν εκείνους τους θεσμούς που πρέπει διαρκώς να επανεξετάζονται, να αναμορφώνονται, να αποτελούν αντικείμενο συλλογικής εκπαίδευσης, να εφαρμόζονται και να υπηρετούν το Κράτος Δικαίου μέσα στα πλαίσια μίας γόνιμης, αταξικής και ελεύθερης κοινωνίας, χωρίς την «καθοδήγηση» καμίας μορφής ολιγαρχίας.

Εδώ οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή (ειδικά της Πολιτικής) στο γεγονός ότι, η καπιταλιστική εξέλιξη δεν έχει καταργήσει απλώς τη Φεουδαρχία και τη Βασιλεία, αλλά τείνει να καταργήσει κάθε μορφής εξουσία και κυρίως την Πολιτική, ξεκινώντας τη διαδικασία από την προσβολή της οικονομικής βάσης του μικρού παραγωγού και του εμπόρου (Schumpeter).

Επομένως, μια πρώτη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, δεν είναι άλλη από την προστασία της μικρομεσαίας επιχείρησης από τον ίδιο της τον εαυτό – την τάση της δηλαδή να μεγεθύνεται δυσανάλογα, αυτοκαταστρεφόμενη. Η «δικλείδα» αυτή θα βοηθούσε επί πλέον τους νέους Ευρωπαίους οι οποίοι, δημιουργικοί εκ φύσεως, θα μπορούσαν να αμυνθούν με επιτυχία απέναντι στην ευρωπαϊκή αρτηριοσκλήρυνση (την ανεργία δηλαδή και την εξάρτηση της γενιάς των 700 € από την οικογένεια), αυτοαπασχολούμενοι.

Μία δεύτερη δικλείδα είναι αναμφίβολα η Δημοκρατία και η Πολιτική που οφείλει να την υπηρετεί - όχι να υπηρετείται. Για να λειτουργήσει όμως σωστά η Δημοκρατία, θα πρέπει να πάψουν να συμβαίνουν όσα μας λέει χαρακτηριστικά ο γερμανός πολιτικολόγος F. Walter για το κράτος του σήμερα - γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν είμαστε η μοναδική «δυσλειτουργική» χώρα, όπως δυστυχώς πιστεύουμε:

  • «Οι πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για την καρέκλα τους…. οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας είναι ανύπαρκτες, με τις δήθεν διαφορές να βγαίνουν από το συρτάρι και να γυαλίζονται μόνο όταν έρχονται εκλογές. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί μιλούν την ίδια γλώσσα, ο έλεγχος και η ανεξαρτησία του Τύπου είναι προ πολλού παρελθόν, κανένας δεν ελέγχει ουσιαστικά κανέναν, κανένας πολιτικός δεν τιμωρείται για τα λάθη ή τις παραλείψεις του…»
«Κατηγορεί κάποιος πολιτικός το σύστημα της παιδείας και αφήνει ανέγγιχτα όσα το εμποδίζουν», συνεχίζει ο πολιτικολόγος χαρακτηριστικά, θυμίζοντας μας δυστυχώς τη χώρα μας, όπου τα φροντιστήρια ζουν και βασιλεύουν, ενώ χιλιάδες παιδιά μένουν έξω από τα Πανεπιστήμια που, ειδικά στις επαρχίες, κλείνουν από την έλλειψη σπουδαστών, «Υπόσχονται μία αναδιάρθρωση των υπηρεσιών Υγείας και, αντί γι’ αυτήν, αυξάνουν τα ασφάλιστρα…..Ίσως πραγματικά ο κόσμος, ο λαός δηλαδή, να καταλαβαίνει λανθασμένα όλα όσα συμβαίνουν», ολοκληρώνει ο πολιτικολόγος, «Εν τούτοις όμως νοιώθει, διαισθάνεται δηλαδή, τα περισσότερα σωστά – απλά δεν μπορεί να το εκφράσει».

Ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, επιθυμούμε να τονίσουμε ακόμη μία φορά ότι, η «πολιτική» απάντηση με τη βοήθεια της ιστορίας μας, στηρίζεται στην εξασφάλιση των παρακάτω προϋποθέσεων:

α) Σε ένα σύνολο υγιών οικονομικών & πολιτικών θεσμών, οι οποίοι να καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορούμε να αναπτυχθούμε, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους. Το «σύστημα» δε που θα προκύπτει από αυτούς τους θεσμούς (μέσα στα γενικότερα πλαίσια του κοινωνικού καπιταλισμού), οφείλει να είναι απλό, γρήγορο, διαφανές και εύκολα κατανοητό από όλους τους πολίτες.

β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής». Για παράδειγμα, να μην εξελίσσεται εις βάρος των άλλων, να μην συμπεριφέρεται όπως δεν θέλει να του συμπεριφέρονται, να μην επιβουλεύεται την ελευθερία των άλλων, να μην επιθυμεί αυτά που ανήκουν στους άλλους - κατά το αρχέτυπο «συνειδησιακό σύνταγμα» των 10 εντολών και να μην στηρίζει το βιοτικό του επίπεδο στα χρέη, αλλά στην παραγωγικότητα,

  • γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος (όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο), καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει - να εκπαιδεύει δηλαδή τους κυβερνωμένους.
Σίγουρα θα υπάρχουν πολλές άλλες ασφαλιστικές δικλίδες και ευκαιρίες, καθώς επίσης πολλοί άλλοι κίνδυνοι - η αποστασιοποίηση γενικότερα και ειδικά η αποχή κάποιας μερίδας πολιτών από τα κοινά, αποτελεί το μεγαλύτερο. Εμείς απλά διατυπώσαμε μερικές σκέψεις, ελπίζοντας να συνεχίσει τόσο η αναζήτηση, όσο και η περαιτέρω ανάλυση, έτσι ώστε πραγματικά να αναδυθεί μέσα από τον τεράστιο κίνδυνο η απίστευτα μεγάλη ευκαιρία για όλους μας – ειδικά για την Ελλάδα που μπορεί, μέσα από αυτήν την κρίση, να βγει εξαιρετικά κερδισμένη, ανακτώντας τη θέση που πραγματικά της αξίζει.

Σχόλια