Τα σταφύλλια της οργής

Σαν παλιό...
... καλό κρασί γευόμαστε ακόμη τους χυμούς τους:
70 χρόνια ζωής συμπλήρωσαν «Τα σταφύλια της οργής», το επικό μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ για τις στερήσεις των ανθρώπων που έζησαν τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930. Ο Στάινμπεκ παρακολουθεί το οδοιπορικό της οικογένειας Τζόουτ, από το αγρόκτημα που έχασε στην Οκλαχόμα, κυνηγώντας ένα απατηλό όνειρο στην Καλιφόρνια.

Το βιβλίο...
... είναι μια προφητική ματιά και στους σημερινούς δύσκολους καιρούς. Γιατί και σήμερα πίσω από τον πόνο των ανθρώπων κρύβονται οι ίδιες εκείνες απρόσωπες, άσπλαγχνες και άπληστες δυνάμεις- η «Τράπεζα», η «Εταιρεία»- που είχαν προκαλέσει την οργή του Τζον Στάινμπεκ.

  • «Κατάφταναν μέσα σε κλειστά αυτοκίνητα, έψαχναν το στεγνό χώμα με τα δάχτυλά τους και μερικές φορές έμπηγαν στη γη μεγάλα τρυπάνια για να δοκιμάσουν το έδαφος. Από τα λιοδαρμένα κατώφλια τους, οι αγρότες κοίταζαν ανήσυχα τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν τα χωράφια. Ύστερα, οι ιδιοκτήτες γύριζαν και σταματούσαν μπροστά τους και καθισμένοι μέσα στα αυτοκίνητα, τους μιλούσαν από τα παράθυρα. Οι αγρότες κοντοστέκονταν για λίγο πλάι στα αυτοκίνητα κι ύστερα κάθιζαν στις φτέρνες τους κι έπιαναν βέργες και σκάλιζαν το χώμα.

Κάποιοι από τους ιδιοκτήτες ήταν καλοσυνάτοι, επειδή σιχαίνονταν κι οι ίδιοι εκείνο που έπρεπε να κάνουν, κάποιοι ήταν θυμωμένοι, επειδή σιχαίνονταν να φαίνονται κακοί και κάποιοι ήταν ψυχροί, επειδή είχαν από καιρό καταλάβει πως δεν μπορείς να είσαι ιδιοκτήτης άμα δεν είσαι ψυχρός. Κι όλοι τους έμοιαζαν να είναι παγιδευμένοι σε κάτι που ήταν μεγαλύτερο από αυτούς. Αν η γη είχε περάσει σε κάποια τράπεζα ή εταιρεία, ο ιδιοκτήτης έλεγε η Τράπεζα, η Εταιρεία, χρειάζεται, θέλει, απαιτεί, σαν να ήταν η Τράπεζα ή η Εταιρεία ένα τέρας, με σκέψη και ψυχή, που τους είχε ξεγελάσει...».

  • «Οι ιδιοκτήτες κάθονταν μέσα στα αυτοκίνητα κι εξηγούσαν. Ξέρετε, η γη είναι φτωχή. Τη σκαλίσατε πολλά χρόνια. Ένας Θεός ξέρει... Κι οι άνθρωποι που ήταν καθιστοί, σήκωναν τα μάτια και κοίταζαν για να καταλάβουν. Δεν μπορούμε να μείνουμε κι άλλο; Ίσως τον άλλο χρόνο να ΄χουμε καλή σοδειά. Ίσως τον παρ΄ άλλο. Και κοίταζαν περιμένοντας απάντηση... Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σ΄ αυτό. Η τράπεζα, το τέρας, πρέπει να κερδίζει συνεχώς. Δεν μπορεί να περιμένει. Θα πεθάνει. Πρέπει να φύγετε απ΄ τη γη. Και τότε οι καθιστοί άνθρωποι σηκώνονταν οργισμένοι... Μα είναι η γη μας. Τη μετρήσαμε και τη μοιράσαμε. Γεννηθήκαμε σ΄ αυτή, σκοτωθήκαμε, πεθάναμε. Έστω κι αν δεν αξίζει πια, είναι δική μας. Αυτό είναι που την κάνει δική μας- που γεννηθήκαμε σ΄ αυτή, που τη δουλέψαμε, που πεθάναμε σ΄ αυτή. Αυτό θα πει ιδιοκτησία, όχι ένα χαρτί με αριθμούς... Λυπούμαστε. Δεν φταίμε εμείς, αλλά το τέρας. Η τράπεζα δεν είναι άνθρωπος. Η τράπεζα είναι κάτι παραπάνω, σας λέω. Είναι το τέρας. Το έφτιαξαν οι άνθρωποι, μα δεν μπορούν να το μαζέψουν».

=======

Σχόλια